Photo and text by Achilles Nasios

Θαρρώ η μοναξιά γεννιέται τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να θέλει να πετύχει κάτι. Από τη στιγμή εκείνη κι ύστερα, βάζει παρωπίδες. Είναι προσηλωμένος στο σκοπό, ξεχνώντας κάθε ύπαρξη τριγύρω. Είναι τέλος ικανός να πατήσει επί πτωμάτων για να φτάσει εκεί που θέλει. Είναι πάντοτε μόνος και μονάχα εκείνος το ξέρει, αν το αναγνωρίσει ποτέ. Αν ναι, τότε αρχίζει να ντρέπεται, εκτός… Εκτός αν έχει νοιώσει τη μυρωδιά του καθήκοντος. Η μοναχικότητα, τότε, παύει να είναι οδυνηρή. Είναι μάλλον απαραίτητη, για όσους επιθυμούν να ενώσουν τη συνείδηση με κάτι. Κάτι ανώτερο. Κάτι ισχυρό. Μα προς θεού, δεν ήμουν παρά μονάχα ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να συγκρατήσει το φως. Τι θα μπορούσε όμως να σημαίνει αυτό; Σε τι είχα πραγματικά μεταλλαχτεί;

Βάδισα αργά μέχρι το χείλος της αβύσσου. Έσυρα τη σκέψη μου πίσω. Δάκρυσα. Ένοιωσα τη χαρά να πλημμυρίζει το στήθος μου. Ένα χαμόγελο πλατύ έσκισε το πρόσωπό μου. Διέκρινα και πάλι την πρώτη επαφή της αμάθειας με τη γνώση, στο βλέμμα μου. Τι καταπληκτική αρμονία! Από τη στιγμή που ο Κύκλωπας διάλεξε να χαρίσει τον εαυτό του στην έλλειψη, η ημιμάθεια, μου είχε χαρίσει μία μονοδιάστατη έρημο, μέσα στην οποία εγώ, ήμουν το κέντρο του σύμπαντος. Ο λόγος, τον οποίο πλέον εκπροσωπούσα, με ήθελε μονόφθαλμο. Με ήθελε να νοιώθω δίχως σκέψη. Με ήθελε να παρασύρομαι στο φόβο, δίχως λογική. Με ήθελε κλέφτη, υπόδουλο του εγώ, μέσα σ’ έναν ανείπωτο εσωτερικό παραλογισμό. Τελικά το χαμόγελο που πάγωσε στα χείλη μου, μ’ επέστρεψε στο τώρα. Έπεσα στα γόνατα. Τόλμησα να κοιτάξω το βαθύ σκοτάδι κατάματα. Μιά στιγμή μόνο. Τόσο όσο χρειάζονταν το κλείστρο για ν’ ανοιγοκλείσει. Με τίποτα δε θα μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος του εθισμού μου. Μάζευα αέναα στιγμές με στόχο κάποια στιγμή κάτι να τις κάνω. Όταν αργότερα αντιλήφθηκα το μέγεθος του βουνού που είχα συσσωρεύσει πίσω μου, ήταν πλέον αργά. Κανένας πιά δε θα μπορούσε να μου πει. Κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει.

Ότι απομένει από το παρελθόν, όσο κι αν μοιάζει ασήμαντο, έχει τη δύναμη να κυβερνά. Κουβαλάει πάνω του μία πανίσχυρη ενέργεια. Ένα νόημα, το οποίο δε μπορεί να αποκαλυφθεί κι έτσι ή κεντρίζει την περιέργεια και φανερώνεται, ή περνάει απαρατήρητο και χάνεται σα σκόνη μες στη σκόνη. Ήταν αυτή η άβυσσος δική μου ή κοινή;

Μία καρδιά σκορπισμένη στο άπειρο, δε θα μπορούσε παρά να γεμίσει με αγάπη το σύμπαν. Κι όμως, αυτό μονάχα δεν αρκούσε. Για ν’ αγκαλιάσει το σύμπαν πραγματικά, χρειάζονταν την ισχυρότερη επαφή. Τη Γνώση του Εαυτού. Αυτή δεν πουλιέται. Προσφέρεται σα μιά μοναδική ευκαιρία στον άνθρωπο που επιτρέπει στην αγάπη να καβαλήσει τη λογική. Τότε μονάχα θα μπορούσε να ταξιδέψει στους αιθέρες η ψυχή και να μεταφέρει στον κόσμο το μοναδικό της μήνυμα. Να βρεί τον τρόπο να ενωθεί με ‘κείνον ισχυρά. Να γίνει ένα με όλους κι όλα. Να μπορεί ναι χαίρεται τόσο που να μπορεί ν’ αντέξει ακόμα και τον βαθύτερο πόνο.