Photo and text by Achilles Nasios

Ποτέ δεν είχα υπολογίσει εκείνον τον αυτόματο δεσμό. Διαπίστωσα ότι η ουσία δεν είχε πάψει ποτέ να με ακολουθά. Θαρρείς κι απόκτησε η μορφή της παρουσία καθώς γύρισε να με κοιτάξει κι εγώ με μιας απόχτησα φτερά. Άρχισα ν’ ανεβαίνω στα ουράνια, σαν τον Ίκαρο. Ήμουν εκεί ακριβώς όπου επιθυμούσα, εξυψωμένος, ξεχνώντας ότι τα φτερά μου ήταν κέρινα. Ξεχνώντας την οργή της νοσταλγίας που πλημμύριζε το στήθος με μιά γλυκειά μελαγχολία, αλλά ταυτόχρονα και με μιαν αξεπέραστη χαρά. Τη χαρά του βιώματος που δε χάνεται ποτέ.

Η φωτογραφία δε θα μπορούσε να βγεί από τη ζωή μου πιά. Ήμουν απόλυτα εθισμένος στη γλυκιά της δυνατότητα. Από τη μιά δούλος της κι από την άλλη αφέντης. Μπορούσα να παίρνω οτιδήποτε επιθυμούσα, αρκεί να μου το επέτρεπαν οι δυνατότητες της κάμερας και του φίλμ. Διάβαζα κι έγραφα το φως που φανερώνονταν στα μάτια μου κάθε φορά που έβαζα τον εαυτό μου στη διαδικασία της εγρήγορσης. Δεν έπαυα ούτε για μιά στιγμή να τον θυμάμαι να με κατευθύνει μέσα στο απόλυτο χάος των φαινομένων του κόσμου. Ο Κύκλωπας είχε κατακτήσει το σημαντικότερο μετερίζι της καρδιάς μου. Μόνο η δημιουργικότητα του Έρωτα θα μπορούσε να καλύψει την αβάσταχτή μου έλλειψη. Ήμουν ο πιό τυχερός άτυχος του κόσμου. Ποιός είναι εκείνος που κατάφερε να νικήσει την παροδικότητα? Ποιός αντιτάχθηκε στη μοίρα και την ανάστρεψε δίχως αντάλλαγμα?

Δεν έπαψα ποτέ ν’ αναρωτιέμαι γιατί οι στιγμές της χαράς διαρκούν πάντοτε τόσο λίγο.

Σαν να βρισκόμουνα στα έγκατα του κάτω κόσμου και ταυτόχρονα στο φως. Έγειρα το κεφάλι μου στα άδυτα του διαρκώς ετοιμοθάνατου παρόντος για να γλυτώσω από τον πόνο. Η αβεβαιότητα, όσο της το επέτρεπα, άνοιγε όλο και πιό πολύ τα μυστικά της. ΄Οσο ενσωματώνονταν με το είναι μου, τόσο ένοιωθα ένα με ‘κείνη. Σα τίποτα να μην είχε πιά νόημα. Σα να μην υπήρχα. Όλα γίνονταν από μόνα τους κι εγώ τ’ ακολουθούσα. Όσο κι αν προσπαθούσα να κοπάσω τους ανέμους της αλλαγής ήμουν αναγκασμένος να υποφέρω σα θνητός, μα όταν χαιρόμουν, αισθανόμουν κυριολεκτικά σαν θεός. Δεν έπαψα ποτέ ν’ αναρωτιέμαι γιατί οι στιγμές της χαράς διαρκούν πάντοτε τόσο λίγο. Να πέθανε άραγε ποτέ κανείς απ’ την πολλή χαρά?

Η κίνηση της γρήγορη και διαρκής. Στριφογυρνούσε στο μυαλό μου σα μπαλαρίνα, μέχρι που αποφάσισα να τη μεταμορφώσω σε ανάμνηση. Σα να ‘θελα ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν άξιζε τον έρωτα που με τύλιγε σα σύννεφο και με μετέφερε στον άγνωστο κόσμο των αυθόρμητων παρορμήσεων.

Δεν ήξερα ότι μέσα εκεί κρυβότανε το τέρας. Εκεί και η πεντάμορφη. Εκεί, στο απύθμενο βάθος της χαράς της, κρύβονταν η χαρά μου. Μέσα απ’ το βλέμμα της που ήταν αποκλειστικά δικό μου βλέμμα, γνώρισα την αλήθεια και το ψέμα κι ένοιωσα ορφανός απο συνείδηση. Έτοιμος ν’ αρχίσω και πάλι από την αρχή γυμνός, όπως γεννήθηκα. Δεν ήξερα αν θα υπήρχε ποτέ τέλος σ’ αυτή την αναζήτηση. Ευτυχώς που είχα αγγίξει κάποτε την ευγνωμοσύνη κι από τότε την κουβαλούσα βαθιά μες στην καρδιά μου. Ευτυχώς που μπορούσα ακόμα να είμαι τέρας.