Photo and text by Achilles Nasios

- Ξέρεις κάτι; είπε καθώς βγήκαμε στο φως. Το βλέμμα είναι τα χέρια της ψυχής. Όπου κοιτάς, εκεί στέλνει η ψυχή μιαν αγκαλιά για να γραπώσει αυτό που αξίζει την προσοχή ή την περιέργειά μας. Μετά το παίρνει και το φέρνει μέσα μας ως μνήμη. Σκέφτηκες ποτέ αν έχει η μνήμη μορφή; Πώς μοιάζει, αλήθεια, για σένα η μνήμη;

- Σα μια τεράστια βιβλιοθήκη, απάντησα δίχως σκέψη. Χαμογέλασε και με κοίταξε κατάματα.

- Λένε ότι μια φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις, είπε. Εγώ πάλι βλέπω τη μνήμη σα μια κρυστάλλινη σπηλιά. Γεμάτος κάθε κρύσταλλος με εικόνες. Μνήμες. Όλα αποτελούνται από εικόνες. Οι μυρωδιές, οι φόβοι, η γέννηση κι ο θάνατος, μα πάνω απ’ όλα, ο Έρως.

Μιλώντας έτσι, είχε κερδίσει απόλυτα την προσοχή μου. Μα δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν ήταν τα λόγια του που το προκάλεσαν αυτό ή κείνη η λάμψη των ματιών του που είχε αρχίσει να μου καίει το βλέμμα. Μέσα μου βαθιά το μόνο που ήθελα ήταν να τον ακούω να μιλά.

- Αν δεν ήταν ο Έρωτας, δε θα υπήρχε τίποτα στον κόσμο. Ούτε θεοί ούτε άνθρωποι. Δε θα υπήρχε μνήμη ούτε ζωή. Δε θα υπήρχε λόγος να υπάρχει η φωτογραφία, είπε και γέλασε. Κι αυτήν ακόμα ξέρεις, ο έρωτας τη γέννησε. Ο έρωτας ενός ανθρώπου για μια καινούργια δυνατότητα. Ποιος ξέρει τι να ’χε δει κείνος ο άνθρωπος για να νιώσει μια τέτοια δίψα. Ο πρώτος άνθρωπος-φωτογράφος. Ξέρεις ποιος ήταν;

- Όχι απάντησα απόλυτα φυσιολογικά. Για ποιο λόγο, άλλωστε, θα έπρεπε να το ξέρω; Εδώ καλά-καλά ούτε τη μηχανή δεν ήξερα να ρυθμίζω.

- Ένας Γάλλος απόστρατος λοχαγός: ο Νικηφόρος Νιέπς. Ο Αδάμ της φωτογραφίας, μιας τέχνης που έμελλε να κυριαρχήσει στον κόσμο. Και τελικά ο πατέρας της την πάτησε σαν το Ναπολέοντα, τον οποίο μετά τιμής υπηρετούσε. Πέθανε άσημος. Όμως φαντάσου πόση δύναμη είχε η επιθυμία του που τον καθήλωσε ν’ αφιερώσει τη ζωή του ολάκερη, γυρεύοντας έναν τρόπο να σταθεροποιήσει το φως επάνω σε μια πλάκα. Ξέρεις, δεν είχαν τότε φιλμ στα μαγαζιά ούτε και κάμερες. Πάνω σε μια πέτρα ξεκίνησε τις πρώτες δοκιμές του. Η έμπνευση των προπατόρων του τον οδήγησε να θέλει να παγώσει το φως μέσα στο χρόνο. Να συμπιέσει στις δύο διαστάσεις ένα ολάκερο σύμπαν. Φαντάσου την έκπληξή του την πρώτη φορά που είδε την εικόνα να φανερώνεται πάνω σε κείνη την πλάκα, να φαίνεται για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα να μαυρίζει και να σβήνει. Μπορείς να φανταστείς τη χαρά του; κι έπειτα την απογοήτευσή του και τη θλίψη του; Ποια άραγε να ήταν μεγαλύτερη;

Είχε φτάσει ο χρόνος να μάθει ο άνθρωπος να καλλιεργεί την όραση. Να μάθει να παρατηρεί, όπως όλοι οι σπουδαίοι ιχνηλάτες, τον εαυτό του.

Με κοίταξε σα να περίμενε απάντηση. Προσπάθησα να φανταστώ. Είχα βιώσει ακριβώς την ίδια έκπληξη όταν είδα για πρώτη φορά τη φωτογραφία να εμφανίζεται, μόνο που η εικόνα που είχε τότε φανερωθεί κάθε άλλο παρά έσβησε. Εγώ είχα βιώσει άγρια χαρά γαρνιρισμένη με αυτούσια έκπληξη. Θλίψη, όμως, όχι. Δεν είχα τι ν’ απαντήσω. Ανασήκωσα τους ώμους.

- Έτσι είναι ο Έρωτας, συνέχισε. Φανερώνεται ως γνώση. Είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό, μα σαν φανερωθεί, φανερώνεται σε όλους με τον ίδιο τρόπο. Επειδή βέβαια τον θεωρεί κανείς αποκλειστικά δικό του κι επειδή τον θέλει, πασχίζει και για την επίτευξή του. Δε νοιάζεται τόσο για το γιατί. Απλά ξέρει ότι τον θέλει με όλη του την ψυχή. Όταν κάποιος ξέρει ακριβώς τι θέλει, αλλά δεν ξέρει τον τρόπο να το αποκτήσει, αρχίζει να προσπαθεί. Και προσπαθεί ξανά και ξανά και δοκιμάζει για λίγο τη χαρά, μα αν δεν πετύχει να την κρατήσει σταθερή, εκείνη σβήνει, θαρρείς και τον δοκιμάζει για να δει πόσο πραγματικά το θέλει. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τη ζωή και με το θάνατο κάθε στιγμή ο Έρως.

Σώπασε για λίγο. Έδειχνε σα να σκέφτεται βαθιά ή να ονειροπολεί. Τελικά μάλλον αυτή θα πρέπει να ήταν η όψη του στοχασμού. Δεν τη βλέπει κανείς τόσο συχνά.

-Αυτό έπαθε ο παππούς Νικηφόρος λοιπόν. Ερωτεύτηκε με μία δυνατότητα. Δεσμεύτηκε. Άλλωστε έτσι ήταν μαθημένος. Άνθρωπος του καθήκοντος. Δεν ξέρω αν γνώριζε τι ακριβώς ήταν αυτό που βρήκε, αλλά σίγουρα η μαγεία που ένιωσε βλέποντας εκείνη την πρώτη εικόνα ν’ αναδύεται μπροστά στα μάτια του, τον έπεισε να επιμείνει. Μερικά δευτερόλεπτα χαράς έφεραν χρόνια αγωνίας, απογοήτευσης και θλίψης. Πρέπει να ήταν απεγνωσμένος όταν, με κάποιο τρόπο, πούλησε μετά από χρόνια έρευνας την πατέντα. Έδωσε ένα θησαυρό ανεκτίμητης αξίας για ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνος που πρώτος ένιωσε τις ωδίνες της γέννησης της φωτογραφίας, θάφτηκε δίχως τιμές κι ας έμελλε με την εφεύρεσή του ν’ αλλάξει την ανθρώπινη συνειδητότητα. Βλέπεις, είχε έρθει η στιγμή να αποκατασταθεί η ανάγκη της ανθρώπινης μνήμης για υλοποίηση. Είχε φτάσει ο χρόνος να μάθει ο άνθρωπος να καλλιεργεί την όραση. Να μάθει να παρατηρεί, όπως όλοι οι σπουδαίοι ιχνηλάτες, τον εαυτό του. Να μάθει να γνωρίζει. Να κοιτάει… και να βλέπει. Να σκαλίζει την ψυχή δίνοντας της μορφή μοναδική και μεγαλειώδη. Ο Έρως τα προκάλεσε όλα αυτά. Χωρίς εκείνον να ξέρεις δε γεννιέται τίποτα και βασιλεύει το σκοτάδι.

Αυτά είπε και σώπασε. Κι εγώ, που ποτέ πριν δε μπορούσα να φανταστώ πώς είναι ν’ αγαπάς, αγαπούσα ξαφνικά τόσο όσο δε μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Πήρα αυθόρμητα τη φωτογραφική μηχανή κι έκανα μια φωτογραφία χωρίς να κοιτάξω μέσα απ’ το φακό. Χωρίς να θέλω τίποτε περισσότερο παρά να πατήσω το κουμπάκι. Ν’ αφεθώ στη βούληση του φωτός. Ένιωσα σα να έκανα την πρώτη μου σπονδή στον Έρωτα.