Photo and text by Achilles Nasios

Με μάτια ορθάνοιχτα, με ψυχή ανοιχτή, με χαρά, μάθαινα να συνδέω τους δυό κόσμους. Από αυτό που υπάρχει μέσα, ελάχιστο εκφράζεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και μ’ όσα είναι έξω. Πόσο ψυχρές ήταν αυτές οι φωτογραφίες που φανερώνονταν. Ευχόμουν να μπορούσα να δαμάσω το χρόνο. Να επηρεάσω την αφήγηση. Μέχρι να καταλάβω πως πίσω από τις φωτογραφίες δεν ήμουνα εγώ, αλλά η ίδια η Τέχνη που με γαλουχούσε αλύπητα. Δεν την ένοιαζε καθόλου ποιός ήμουν εγώ. Το μόνο που ήθελε, ήταν να γεννηθεί. Κατασπάραζε το εγώ μου σαν ύαινα, κάθε φορά που ο ανόητος θεωρούσα ότι ήμουν εγώ αυτός που τη γεννούσε κι όχι εκείνη εμένα. Βίωνα ακατάσχετα την υπεροψία της νιότης. Την έπαρση. Την εναντίωση στο ρεύμα. Την τιμωρία της διαφορετικότητας. Κι όμως, ήμουνα εκεί, παρέα με άλλους τόσους συνοδοιπόρους, τους οποίους δεν είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω. Η μοναξιά μ’ έβαζε να κοιτώ μόνο μπροστά ή πίσω. Πλάϊ μου μάλλον δεν κοίταξα ποτέ.

Ήμουν αναγκασμένος να μάθω ν’ αποβάλλω κάθε σκέψη, για να μπορέσω ν’ ακολουθώ την αδιάκοπή της ορμή. Καταδικασμένος πάντοτε στην αφάνεια του παρατηρητή. Εκείνου που είναι υποχρεωμένος πρώτα να σωπάσει, ώστε να φτάσει αργότερα σε σημείο να υποθέσει. Όταν γεννιέται η υπόθεση, ο αγώνας για την απόδειξη της αλήθειας είναι αναπόφευκτος. Έτσι και βρεθεί κανείς στον κόσμο αυτό, είναι αναγκασμένος ν’ αντιμετωπίσει κάθε λογής ψευδαίσθηση. Όλα εκεί μέσα είναι τόσο αληθινά, όσο ακριβώς και ψεύτικα. Κανείς δεν ξέρει από που λάμπει εκείνο το φως που φωτίζει την αντίληψη. Αν είναι από μέσα ή απέξω.

Η Τέχνη κατασπάραζε το εγώ μου σαν ύαινα, κάθε φορά που ο ανόητος θεωρούσα ότι ήμουν εγώ αυτός που τη γεννούσε κι όχι εκείνη εμένα.

Όταν κάποιος κρατάει ένα φανάρι και φωτίζει, είναι περισσότεροι εκείνοι που μπορούν να δούν. Όταν όμως βαδίζει κανείς μες στο σκοτάδι ολομόναχος δίχως ίχνος φωτός τριγύρω, είναι αναγκασμένος να κινηθεί ψηλαφιστά. Να γνωρίσει την περιοχή με την μυρωδιά και την αφή και όχι με την όραση. Οι κινήσεις του γίνονται πιo προσεκτικές. Είναι αναγκασμένος να βαδίζει αργά. Να πατά σταθερά. Να μη κάνει λάθη. Ο στόχος του είν’ ένας και μοναδικός. Ν’ αδράξει το φως.

Την έσφιξα σφιχτά με τα δάχτυλα στις παλάμες μου. Δίχως εκείνη, δεν θα ήμουν απολύτως τίποτα. Στη συντροφιά της, γινόμουν θεός. Ένοιωθα την ευτυχία της αιθέριας μετακίνησης να με διαπερνά. Του κάκου. Δεν είχα ποτέ ακούσει για μιά τέτοια δυνατότητα. Δε μπορούσα όμως να την αποφύγω. Μπορούσα να το αισθάνομαι, αλλά το μυαλό μου ήταν στραμένο αλλού. Δε μπορούσα ακόμη να διανοηθώ ότι είμουν εντελώς ανεξάρτητος από τον έξω κόσμο. Μέσα στο βαθύ μου ύπνο, αν ήμουν τυχερός, ονειρευόμουν. Όταν ξυπνούσα, δεν υπήρχε τίποτα. Που να ‘ξερα ο άμοιρος ότι το ξύπνημα δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το αν είναι τα μάτια ανοιχτά ή κλειστά. Ούτε με τον αν κινείται ή αν αδρανεί το σώμα. Που να ‘ξερα ότι μόνο όταν η φαντασία είναι σε θέση ν’ αποδείξει την πραγματική της υπόσταση, να γίνει ύλη, μόνο τότε αισθάνεται κανείς πράγματι ξύπνιος κι αρχίζει να δοξάζει τη ζωή με τη χαρά του.