Film and text by © Achilles Nasios

Το ταξίδι εκείνο, θαρρώ έγινε για να δω με τα ίδια μου τα μάτια την πλατεία των θαυμάτων. Μια φορά και μόνο να τη διασχίσει κανείς καθώς αρχίζει να πέφτει το βράδυ, ξεχνιέται η ματιά του σε χίλιες και μια ιστορίες.

Ο τσιριχτός ήχος της καραμούζας που έπαιζε ο μουσικός, τα τύμπανα που τον συνόδευαν, δε γίνονταν να μη τραβήξουν την προσοχή. Τριγύρω άνθρωποι που στοιχημάτιζαν σε φίδια που αγωνίζονταν. Αυτός που διαλαλούσε και προκαλούσε τα στοιχήματα, είχε ένα καλάθι γεμάτο φίδια. Διάλεγε κάθε φορά ποιό θ’ αγωνιστεί. Οι μουσικοί έφτιαχναν διαρκώς μια όλο και πιο αγχωτική ατμόσφαιρα για το μεγάλο αγώνα της κόμπρας με την Αφρικανική οχιά. Χοροί τριγύρω. Είχα γονατίσει περιμένοντας πίσω απ’ την κάμερα, το τσίμπημα. Είχα αφοσιωθεί απόλυτα στην εικόνα. Είχα γίνει ένα με αυτό που έβλεπε η ματιά μου, που είχε τη δυνατότητα να πλησιάσει τόσο κοντά στο φίδι.

Πίσω μου στεκόταν όρθιος ένας τύπος με τουρμπάνι. Στα χέρια του και στο λαιμό του γλυστρούσαν φίδια. Μου μιλούσε αραβικά. Είχε στα χέρια του ένα μακρύ πράσινο φίδι. Ήθελε να μου το περάσει στο λαιμό. Ανατρίχιασα σύγκορμος. Εκείνος επέμενε. Παρακάλεσα τη γη ν’ ανοίξει και να με καταπιεί. Δε μου ‘κανε το χατήρι. Η λύση ήτανε στην τσέπη, όπου τα δάχτυλά μου τσίμπησαν ένα δεκάρικο. Βιαστικά το ανέμισα μπροστά στο πρόσωπό του. Μαγεύτηκε. Ξέχασε το φίδι, άρπαξε το χαρτονόμισμα κι εγώ, όπου φύγει, φύγει…