Photo and text by Achilles Nasios

Κι όμως, θυμόμουν το κάθε τι. Θυμόμουν το πότε και το γιατί είχα πατήσει το κουμπάκι. Κάποιες φορές θυμόμουν ακόμη και τους ήχους και τις μυρωδιές που υπήρχαν τριγύρω τις στιγμές της λήψης. Θυμόμουν έντονα όσα γινόντουσαν πίσω από την πλάτη μου, σα να ‘χα τα μάτια μου έξω από μένα και να με παρατηρούσα. Αυτό όμως δεν το καταλάβαινα ποτέ την ίδια στιγμή. Για να πω την αλήθεια, ούτε και τώρα μπορώ να πω ότι το καταλαβαίνω. Μάλλον δεν έχει να κάνει με την κατανόηση, αλλά με μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορεί κανείς να επηρεάσει, αλλά μπορεί, αν το θελήσει αρκετά, να τη γευτεί. Μια πραγματικότητα που δεν έχει να κάνει με κατανόηση, ούτε με συναίσθημα, ούτε με τίποτε άλλο, έξω από αυτό που είναι, έτσι όπως ακριβώς είναι. Θαρρώ η μνήμη αυτή, παρατηρούσε όλα όσα είχαν γραφτεί βαθιά μεσ’ στην ψυχή μου τις στιγμές της απόλυτης προσήλωσης μου στο πρόσωπο, τον τόπο, την κατάσταση ή το αντικείμενο που με καλούσε να το φωτογραφίσω. Κάτι έξω από μένα, αλλά ταυτόχρονα και μέσα μου, μ’ εξέταζε εξονυχιστικά και μου μιλούσε όταν υπήρχε ανάγκη να το κάνει. Αλλοτε με τυραννούσε κι άλλοτε να μ’ εξύψωνε. Που να ‘ξερα ο φτωχός ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να του εναντιωθώ; Που να ‘ξερα ότι όσο δεν αποδεχόμουν την ανεξέλεγκτη του ισχύ, δεν θα μπορούσα ποτέ να το προσεγγίσω; Σήμερα μόνο ξέρω ότι όλη αυτή η ηλίθια αντίσταση στη φύση των πραγμάτων, μου κόστισε πολύ χρόνο. Μάλλον όμως κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο. Εξάλλου, η μοίρα δε γνωρίζει βιασύνη.

Όσο περνούσε ο καιρός, όσο αυξάνονταν οι εικόνες, όσο πλυμμύριζε το μυαλό μου με απορία τι νόημα άραγε να είχε όλο αυτό, τόσο χανόμουν στο σκοτάδι της ανεξίτηλής μου άγνοιας. Δεν ήταν περίεργο που άρχιζα να νοιώθω ότι πνίγομαι. Τι έκανα; Ποιός ήταν ο λόγος όλης αυτής της περιπλάνησης μες στο σκοτάδι και το φως;