Συνέχεια απο: Γεννήθηκα Άνθρωπος
Καθώς το φως του ήλιου έπεσε στα μάτια μου, ένοιωσα να ξυπνώ, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν είχα κοιμηθεί, ούτε αν είχα ξυπνήσει. Ένοιωσα σα νεογέννητο χελωνάκι καθώς άρχισα αργά να κινώ τα δάχτυλα στα χέρια και τα πόδια μου. Ήμουν ζεστός κι όσο κυλούσε η ώρα ζεσταινόμουν όλο και πιο πολύ. Ήξερα πως δεν υπήρχε πια καμία ανάγκη να βιάζομαι. Θυμόμουν πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ήμουν τόσο προνομιούχος. Ήμουν έξω. Στο φως. Είχα επιστρέψει από την άβυσσο. Ήμουν ζωντανός. Ένοιωθα ελεύθερος κι ας μη μπορούσα ακόμη να κουνηθώ.
Καθώς περίμενα εκεί, μισοθαμένος μες στην άμμο, κάνοντας διαρκώς εξάσκηση στους μυς, μέχρι να καταφέρω να τους κάνω να υπακούσουν, κατάλαβα πως αυτό που μου είχε δώσει τόσο κουράγιο και τόση δύναμη ν’ αντέξω, ήταν η βαθιά μου πίστη στον ερχομό της κατάλληλης στιγμής. Όσος αγώνας κι αν είχε μέχρι τώρα καμωθεί, όσες ελπίδες κι αν ξοδεύτηκαν στη λήθη, είχαν πια εκπληρωθεί. Η ζωή κυβερνούσε το σύμπαν και πάλι. Κι εγώ σαν ενεργό της μέρος, ένοιωσα έτοιμος. Η κοιλιά μου συσπάστηκε κατάλληλα, τα δάχτυλά μου γράπωσαν την άμμο, ο αυχένας σήκωσε ψηλά τον κόσμο ολάκερο κι εκείνος, στην ορμή του παράσυρε μαζί του τον κορμό ν’ αναδυθεί. Ο ήλιος καυτός. Τα μάτια μισόκλειστα να προστατέψουν το βλέμμα από το κάψιμο. Αναρωτήθηκα αν ήταν αλήθεια αυτό που έβλεπα. Αναρωτήθηκα αν έβλεπα.