Συνέχεια απο: Καθολική Επιστροφή

Η αλήθεια είναι ότι το μόνο που ήθελα, ήταν να φύγω. Αν μπορούσα να τρέξω, ν’ ακολουθήσω το μονοπάτι που απλώνονταν μπροστά. Αν το κορμί μου το επέτρεπε αυτό, δε θα έχανα χρόνο. Θα προσπαθούσα να βρω ανθρώπους, να μοιραστώ μαζί τους τη γνώση μου. Να τους δείξω το νερό που είχα καταφέρει να βρω. Να γιορτάσω μαζί τους τη χαρά μου. Όμως δε μπορούσα να κινηθώ. Είχα μείνει τόσο καιρό ακίνητος, που είχα ξεχάσει πως είναι να χρησιμοποιεί κανείς τα χέρια και τα πόδια του. Κι ακόμη πιο πολύ, είχα ξεχάσει να μιλώ. Όταν το είχα διαπιστώσει αυτό, είχα κοντέψει να τρελαθώ. Βλέπετε, δεν είχα πάψει ούτε για μια στιγμή ν’ ακούω τη σκέψη μου. Όταν όμως δοκίμασα να φωνάξω «ευχαριστώ» στον ήλιο που με ζέσταινε, μόνο άναρθρες κραυγές έβγαιναν απ’ το στόμα μου. Θυμάμαι πως τότε ήταν που ένοιωσα για πρώτη φορά στεναχώρια μετά από τόσο καιρό. Άρχισα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. Ένοιωσα τα δάκρυα να κυλούν σαν ποτάμια στα μάγουλά μου. Ευτυχώς όμως, η συνείδησή μου με επανέφερε στην πραγματική μου κατάσταση. Μονάχα η βιασύνη με υποχρέωνε να στεναχωριέμαι. Θα ήθελα όλα να γίνονταν με μιας έτσι όπως ακριβώς θα τα ήθελα, τώρα. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδιανόητο. Για να το πετύχω αυτό, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω. Να μάθω να κινούμαι και πάλι. Να μάθω να μιλώ.

Ξαπλωσα ευχαριστημένος στο μαλακό γρασίδι. Ήταν άνοιξη γύρω. Άνοιξη και μέσα μου. Η ελπίδα, που ζέσταινε σιγοκαίοντας την καρδιά μου, είχε αρχίσει να δυναμώνει. Την ένοιωθα πλέον σα φλόγα να κατακαίει τα στήθια μου, γεμίζοντάς με ανυπομονησία. Ευτυχώς που η κατάστασή μου δε μου επέτρεπε να κινηθώ κι έτσι θα έπρεπε να είμαι συνετός, αλλιώς είναι πολύ πιθανό να είχα καεί.