Συνέχεια απο: Η ελπίδα της επανάπαυσης
Δεν είχα ιδέα, ότι για να μάθω να αρθρώνω όσα ήθελα να πω, έπρεπε πρώτα να ξεχάσω όλα όσα γνώριζα. Ο κόσμος ετούτος, ο φωτεινός, είχε τόσα καινούργια πράγματα, τόσο διαφορετικά από την απεριόριστη αίσθηση που με κυβερνούσε, που ήμουν αναγκασμένος να κατανοήσω τη σημασία τους για να μπορέσω να ρυθμιστώ μέσα του. Κι όμως, μέσα στην υποχρεωτική κατάσταση της εξάρτησης στην οποία είχα επαναπαυτεί, δε με ενδιέφερε καθόλου κάποιου είδους τακτοποίηση του χάους της θλιβερής μου άγνοιας. Θαρρώ δεν υπάρχει χειρότερο μαρτύριο από το να μη ξέρει κανείς το λόγο για τον οποίο βρίσκεται στον κόσμο. Δεν ήξερα ότι αυτό ακριβώς επρόκειτο να συμβεί και σε μένα. Από την άλλη πάλι, ήμουνα πλέον τόσο ταυτισμένος με το λόγο αυτό, που το μόνο που μου απέμενε ήταν η έκφρασή του. Είχα έρθει για να μοιραστώ τη γαλήνη που είχα γευτεί. Αυτό όμως αργότερα θα το ξεχνούσα. Θα ξεχνούσα όλα όσα ήταν ήδη μέσα μου γραμμένα, αλλά, ευτυχώς, εκείνα δε με ξέχασαν ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μου είχε γίνει απόλυτα ξεκάθαρο, ήταν ότι η ελευθερία ούτε παρέχεται, ούτε κερδίζεται. Απλά υπάρχει και περιμένει να την αδράξεις. Ακόμη και μέσα στην απόλυτη εξάρτησή μου, είχα μιαν αξεπέραστη δυνατότητα, την οποία βέβαια, έπρεπε πρώτα ν’ ανακαλύψω για να μπορέσω να την εκμεταλευτώ. Τη δυνατότητά μου να γνωρίζω που είναι τα όρια. Μέσα σε αυτά, μπορούσα να είμαι απόλυτα ελεύθερος. Έξω απο αυτά, δε μπορούσα να είμαι ήσυχος ποτέ. Στόχευα κοντά λοιπόν, επειδή ακριβώς είχα μακρόπνοες βλέψεις. Όσο προετοιμαζόμουν, τόσο τα όριά μου επεκτείνονταν. Τόσο πιο πολύ επέστρεφα στη ρίζα της ψυχής. Στο σώμα. Έπρεπε, πρωτ’ απ’ όλα, να μάθω να βαδίζω ορθά, για να καταφέρω, αργότερα, να κάνω επιτυχημένες υπερβάσεις.