Συνέχεια απο:Η αναγκαιότητα των ορίων

Δεν ήταν καθόλου εύκολο ν’ αποδεχτώ αυτό που ήμουνα στην ουσία. Φυλακισμένος. Ήμουν φυλακισμένος μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Μέσα στα όρια της γλώσσας μου. Κι όμως από την άλλη δεν μπορούσα να ορίσω επακριβώς αυτό που ένοιωθα. Μόνο ότι ήταν πιό πέρα από κάθε όριο. Πιό πέρα από κάθε γλώσσα. Ήμουν ο ίδιος λόγος. Ένα απερίσπαστο κομάτι του, που δίχως αυτό, δεν ήταν δυνατόν να είναι ίδιος ο κόσμος, όσο κι αν φαίνεται ότι δε θα του έλειπε. Σε κάθε περίπτωση, όσο πικρή κι αν ήταν η διαπίστωσή μου αυτή, τόσο πιο γρήγορα οδηγήθηκα να θέλω όλο και πιο πολύ να αξιοποιήσω ό,τι είχα και δεν είχα, για να λευτερωθώ. Κι όσο πιο πολύ ήθελα, τόσο πιο πολύ προσπαθούσα. Και θα προσπαθούσα ακόμα πιο σκληρά, αν δεν ήταν εκείνη να με ησυχάζει, ναρκώνοντάς με βαθιά, με την υπέροχη αίσθηση της ασφάλειας που μου παρείχε η αγκαλιά της. Μέσα εκεί μάθαινα ακριβώς το αντίθετο της κίνησης. Σκεπασμένος με το υπέροχο πέπλο της αγάπης, μάθαινα να χαλαρώνω και να κοιμάμαι του καλού καιρού. Μέσα σε αυτή τη ζεστασιά, ο ύπνος, ήταν η φυσική μου κατάσταση. Εκεί ήθελα να είμαι.

Το τραγούδι της μ’ εξύψωνε. Τραγουδούσε σε μια γλώσσα ακατανόητη, αλλά τόσο κοντινή, που την ένοιωθα σαν απόλυτη ένωση. Ο τόνος της φωνής της δονούσε τις χορδές της ύπαρξής μου και ένοιωθα να μεταμορφώνομαι ο ίδιος σε μουσική, μέσ’ από το χαμόγελό μου και μόνο. Μερικές φορές δεν άντεχα. Η μελωδία της ήταν τόσο υπέροχη, που ήμουν υποχρεωμένος να τραγουδήσω κι εγώ για ν’ ανταπεξέλθω σε εκείνη την αιθέρια δόνηση. Βλέπετε δε με ενδιέφεραν τα λόγια, μα η ψυχή που ανέμιζε τριγύρω και γέμιζε την καρδιά μου με γαλήνη και το κορμί μου με τη δύναμη της θέλησης. Το θλιβερό αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου, εκείνη το αντιμετώπιζε μ’ ένα χαμόγελο, η μ’ ενα φιλί. Ποτέ δεν τα είχα καταφέρει να τη δυσαρεστήσω με τις υποχρεωτικές μου ατέλειες. Τελικά ήμουν απίστευτα τυχερός αν αναλογιζόμουν το πόσο ομόρφαινε την ζωή μου η ευγενική της παρουσία. Ετσι η φυλακή μου ήταν απόλυτα ανεκτή. Έτσι είχα το χρόνο να περιμένω την κατάλληλη στιγμή για για να το σκάσω.