Συνέχεια απο: Ο δρόμος της καρδιάς

Όταν τελικά διαπίστωσα ότι ο φόβος δεν ήταν εναντίον μου, όπως είχα για την ώρα μάθει να πιστεύω, αλλά ουσιαστικά υπέρ μου, άρχισε επιτέλους η αντίστροφη μέτρηση. Γιατί ο φόβος δεν ήταν καθόλου τρομακτικός. Απλά έστεκε απέναντι μου, στοχεύοντας με στην καρδιά, σαν τεντωμένο τόξο, έτοιμο να με τιμωρήσει. Να με τιμωρήσει για κάτι που εγώ και μόνο ήμουν υπεύθυνος. Η τιμωρία του, ακολουθούσε πάντοτε την απόφαση μου. Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα για το ποιος πράγματι ήταν ο κριτής. Το μόνο που γνωρίζω με σιγουριά, ήταν αυτό που πάντοτε ένιωθα στο πετσί μου μετά από κάθε ασυνείδητη πράξη μου.

Αρχικά, δεν είχα καμία απολύτως ιδέα, για το τι σημαίνει προσοχή. Είχα βλέπετε ξεχαστεί όλον αυτό τον καιρό μέσ’ στη φροντίδα της θεληματικής εξάρτησης μου, τόσο, που περίμενα ότι όλα θα γίνονταν αυτόματα. Νόμιζα πως με μιας θα βρισκόμουν στο προσκήνιο, απλά και μόνο επειδή θυμόμουν, έστω και αμυδρά, τον κόσμο από τον οποίο προήλθα και την ανάγκη της ψυχής για καθαρό νερό. Η ιδέα λοιπόν που είχα για τον εαυτό μου, ήταν τόσο μεγάλη, που με τιμωρούσε διαρκώς. Που να ‘ξερα ότι δεν ήμουνα εγώ, μα το εγώ μου, αυτό που με όριζε. Η μαύρη τρύπα που ήμουν υποχρεωμένος να υπερβώ, για να μπορέσω να γευτώ την ουσία της ανεξαρτησίας, που χαρίζει σε κάποιον η συμφιλίωση με το εαυτό.

Μέχρι να καταλάβω ότι η ελευθερία, την οποία όλοι διατυμπάνιζαν σαν ακρόπολη, δεν είχε τόσο σχέση με την ασυδοσία των αλλαγών και την αλόγιστη κίνηση τον ιδεών, όσο με τα όρια και τους αγώνες για την υπέρβαση τους, έλαβα μέρος σε αμέτρητα ανεξιχνίαστα εγκλήματα, που ποτέ δε θα παραδεχόμουν ότι είχα κάνει, αν μου είχαν καταλογιστεί. Τριγυρνούσα συχνά σαν χαμένος, πλημμυρισμένος από μυριάδες Καφκικές ενοχές, που ρουφούσαν τους χυμούς της ζωής μου, σαν παράσιτα, κραυγάζοντας τριγύρω μεθυσμένα, ότι είμαι ελεύθερος. Δηλαδή, ότι ήμουν όχι απλά η εικόνα και η ομοίωση, αλλά ο ίδιος ο θεός, που μέσα στη μοναξιά της ανίας του, αποφάσισε να δημιουργήσει τον κόσμο. Έναν κόσμο που άλλαζε όψεις διαρκώς κι έτσι δεν είχε καθορισμένο σχήμα, ούτε εικόνα, ούτε όνομα. Ή μάλλον, το μόνο που είχε, ήταν το όνομα, ενώ όλα τ’ άλλα δεν υπήρχαν. Απλά ονομάζονταν κόσμος, δίχως να ενδιαφέρει τι θα μπορούσε με αυτή τη λέξη να εννοείται. Ευτυχώς, δεν είχα παραβλέψει να προετοιμαστώ κατάλληλα για την εποχή της έλευσης της εικόνας, που ήρθε σαν Αρχάγγελος να βυθίσει ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε, στην ανυπαρξία, σημαίνοντας μια καινούργια εποχή.