Συνέχεια απο: Το βάθος της ψευδαίσθησης

Θαρρώ είναι αδύνατο να βρει κανείς τις λέξεις να περιγράψει τη δίψα του, αν φυσικά, πρώτα τη νοιώσει. Κι εντάξει, όταν το σώμα μου διψούσε, έψαχνα κι εύρισκα νερό. Την ψυχή όμως, πως την ξεδιψάς; Η πίεση της ανάγκης μου να ξεδιψάσω, με έσπρωχνε να συμμετέχω, ασυνείδητα, σε διαδικασίες που με μετέτρεπαν σε ζόμπι. Ήμουν έτοιμος να ξεσκίσω τους πάντες και το κάθε τι, προκειμένου να θρέψω την άκρατη ματαιοδοξία μου. Γιατί εκείνη η εντυπωμένη βαθιά μέσα μου, γνώση της πηγής απ’ όπου είχα αναδυθεί, όσο και αν την είχα πια ξεχάσει, με καθοδηγούσε, δίχως ο ίδιος να το διανοούμαι, να αισθάνομαι διαφορετικός. Να γίνομαι, βασικά, αναίσθητος. Κι όσο βαθύτερα χωνόμουνα μέσα σ’ αυτό το λαβύρινθο της αναισθησίας, τόσο πιο μόνος μου αισθανόμουνα. Τόσο πιο μικρός. Μηδαμινός για το βάρος που μου αναλογούσε. Ένα βάρος που με ανάγκαζε να ικετεύω γονατιστός τον ουρανό για εξιλέωση από μια ενοχή, που δεν είχα ιδέα ότι, ουσιαστικά, μόνος μου είχα πλάσει. Γιατί, όσο κι αν η αδυναμία με ήθελε μικρό, όσο και αν η υπεροψία με ήθελε τεράστιο, άλλο τόσο αντιλαμβανόμουνα ότι η θέση μου δεν ήταν πουθενά αλλού, παρά στο εδώ και το τώρα. Εύκολο να το λέει κανείς αυτό, δύσκολο όμως να το πετύχει. Δύσκολο, μάλλον επειδή για να καταφέρει κάποιος να γευτεί την απλότητα, είναι υποχρεωμένος να κάνει θυσίες. Ν’ απομονωθεί μέσα στην έρευνα. Τη μοναδική δυνατότητα να προσεγγίσει την έμπνευση, που προσμένει τον εκλεκτό να την ξυπνήσει από το λήθαργο.

Πολύ συχνά, έφτανα σε σημείο να θυσιάζω τα πάντα, για χάρη της συντροφιάς. Μιας συντροφιάς που είχα ανάγκη για να κρυφτώ από τον εαυτό μου, που με ήθελε πάντοτε παρόντα. Με ήθελε ενεργό, ενώ εγώ, προτιμούσα την αδράνεια. Προτιμούσα τις βουτιές στις αγκαλιές που πάντα μου έλειπαν, επειδή απλά νόμιζα ότι θα μπορούσαν να μ’ εκπληρώσουν. Επαναπαυόμουνα σε όνειρα, που ήταν στοχευμένα. Όνειρα που έσβηναν με μιας, κάθε που άνοιγα τα μάτια και αντιλαμβανόμουν πως κοιμόμουνα. Κάθε φορά που ξυπνούσα μόνος και διψασμένος· κάθε φορά που το στήθος μου πήγαινε να σπάσει κάτω από την πίεση των σκέψεων του δύστυχού μου κεφαλιού, σαν αντιλαμβανόμουν πως ήμουν μόνος. Εγώ διάλεγα το δρόμο. Η τελική απόφαση μου ανήκε, οποιαδήποτε κι αν ήταν αυτή. Δικιά μου ήταν η ζωή, δικός ο θάνατος μου. Κι ο κόσμος ολάκερος κι αυτός δικός μου. Το μέγεθος του σχεδόν όσο και η άγνοια μου. Ο λόγος της δημιουργίας του κρύβονταν και μέσα μου. Θαρρώ πως, τελικά, ο λόγος που μ’ έσπρωχνε να στοχαστώ την ύπαρξη του, δεν ήταν παρά η ακαταμάχητη ανία μου. Αν δεν υπήρχα, δεν θα υπήρχε ούτε κι εκείνος.