Συνέχεια απο: Η διαιώνιση του πολέμου
Έτσι, κλειδωμένος απ’ έξω, κυριολεκτικά έρμαιο των συνθηκών της επιφάνειας που κατέχει την ιδιότητα να κυριαρχεί την κοινή λογική, έκλαιγα διαρκώς τη μοίρα μου, αναπολώντας το παρελθόν που είχε απομακρυνθεί τελεσίδικα. Αναζητώντας αέναα την αγκαλιά που, εκ των πραγμάτων, είχα χάσει έπεφτα ξανά και ξανά στο βούρκο των ψευδαισθήσεων που κυριαρχούσαν τυραννικά το συλλογικό ασυνείδητο. Δε μπορώ να το αρνηθώ. Όσο και αν θα ήθελα να βαφτιστώ αθώος, η ασυνειδησία μου με καθιστούσε απόλυτα ένοχο. Κάτι τέτοιο βέβαια, μπόρεσα να το αντιληφθώ μόνο μετά από τη στιγμή που έμαθα ν’ αρνούμαι. Μόνο από τη στιγμή κι ύστερα που επιτέλους απόκτησα θέση.
Είμαι απόλυτα πεισμένος ότι τα δάκρυα είναι το καλύτερο γιατρικό. Παλιά τα δοκιμάζαν οι γιατροί και καταλάβαιναν από ποιο βάθος της ψυχής προέρχονταν ο πόνος που τα προκαλούσε. Έτσι μονάχα εύρισκαν ποια θα μπορούσε να είναι η γιατρειά. Τα δικά μου δάκρυα πάντως, ήταν αλμυρά και έτσουζαν όταν κυλούσαν πάνω στις πληγές. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι το μονοπάτι που διάλεξα να βαδίσω, ήταν γεμάτο αγκάθια και οι πληγές που είχα ήδη αποκτήσει, δίχως καν αρχικά να το υποπτεύομαι, ήταν βαθιές. Σιγά σιγά σιγά όμως συνήθισα τον πόνο. Σιγά-σιγά έμαθα να μη κλαίω παρά μονάχα όταν παρακολουθούσα δραματικές ταινίες. Μάλλον το επέτρεπα αυτό στον εαυτό μου γιατί ήταν σκοτεινά κι έτσι προλάβαινα να σκουπίσω τα μάτια πριν ανάψουν τα φώτα. Δεν ήξερα γιατί ντρεπόμουνα τόσο πολύ να κλαίω. Έχω την αίσθηση ότι αν το επέτρεπα αυτό στον εαυτό μου κάθε φορά που ήθελα να εκφράσω την απόγνωση, θα ήμουν σίγουρα πιο χαρούμενος. Αλλά τελικά, ακόμα και το γέλιο κι αυτό το μεταχειριζόμουν με προσοχή. Τόσο τα πολλά γέλια, όσο και τα δάκρυα, έμοιαζε να ενοχλούσαν τους γύρω. Ίσως γι’ αυτό το λόγο να κυκλοφορούσαν τόσες αρρώστιες.