Συνέχεια απο: Η ενοχή της ασυνειδησίας

Όταν αντιλήφθηκα την υπεροχή της άγνοιάς μου, ανατρίχιασα, ενώ ταυτόχρονα άρχισα να βυθίζομαι στην αγκαλιά της κατάθλιψης. Πως ήταν δυνατόν να ήμουν τόσο ανήμπορος να δεχτώ την αλήθεια που χρωμάτιζε τα βάθη της μικρής μου ψυχής; Ποιος ήταν ο λόγος που επιζητούσα την αναγνώριση μέσα στον κυκεώνα της αθλιότητας που κυβερνούσε τον κόσμο; Έναν κόσμο, που όσο κι αν ήταν αποτέλεσμα της δικής μου επιτήδειας ανοχής, με κυβερνούσε; Ποιος θα μπορούσε να με γλιτώσει από την ευθύνη; Ποιος θα μπορούσε να μου υποδείξει ποια ήταν αυτή; Ποιος θα μπορούσε να αποδεχτεί την ηλιθιότητα μου σαν δείγμα υπεροχής; Ήταν άδικο. Ήταν τελείως άδικο να ζω κι όμως, υπήρχε κάτι που δεν το είχα ακόμη εξερευνήσει. Κάτι που δε μου επέτρεπε να παραδοθώ πριν απ’ το τέλος του δρόμου. Ένα τέλος που όσο κι αν δε μπορούσα να νιώσω τον ερχομό του, με καθόριζε. Ήξερα πως δεν είχα άπλετο χρόνο, αλλά αυτό δε με απασχολούσε καθόλου. Μάλλον αυτή ήταν η πορεία. Εξάλλου πάντοτε φρόντιζα ν’ αφήνω το πιο σημαντικό, το πιο νόστιμο, για το τέλος. Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα γιατί. Ίσως η τελευταία ανάμνηση να είχε την πιο μεγάλη σημασία. Ίσως γι αυτό το λόγο να ξεχνούσα τόσο εύκολα τα όσα ήταν σημαντικό να θυμάμαι. Ίσως γι αυτό να μη μπορούσα να ξεχάσω κατά βούληση. Τι ήταν εκείνο μέσα μου, το πιο βαθύ, που με καθόριζε; Τι ήταν σημαντικό και τι ασήμαντο; Τι ήταν αυτό που κυβερνούσε τις αποφάσεις μου; Που βρίσκονταν κρυμμένη η πηγή των αμφιβολιών; Ποιος καθόριζε την τροπή των πραγμάτων αν όχι, πρωτ’ απ’ όλα, εγώ; Ποιός ήμουν αλήθεια εγώ; Αυτές ήταν μόνο μερικές σταγόνες από το ποτάμι των ερωτήσεων, τις οποίες δε θα μπορούσε ν’ απαντήσει κανείς, έξω από μένα. Ερωτήσεις από τις οποίες φρόντιζα επανελημένα να ξεφεύγω, κάθε φορά που αισθανόμουν το ακαταμάχητο τους αναπάντητο να με κυνηγάει. Δεν ήξερα πως, ό,τι και να έκανα, αν δεν τις απαντούσα μοναχός, ήμουν αναγκασμένος να βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη στασιμότητα. Σε ένα κυκεώνα προβλημάτων, τα οποία δεν επρόκειτο να πάψουν αν δεν εύρισκα ο ίδιος τον τρόπο ν’ αποδεχτώ την ύπαρξη τους. Αυτό, βέβαια, που μπορώ να πω πλέον με σιγουριά, είναι ότι, μόνο όταν άρχισαν να έρχονται οι απαντήσεις σε ερωτήματα σχεδόν ξεχασμένα, ξεκίνησαν τα προβλήματά μου να ελαφραίνουν και λύνονται σαν από μόνα τους, αλλά πλέον ήξερα ότι το “από μόνο του” δεν υπάρχει παρά μονάχα στον κόσμο της άγνοιας, όπου το σύμπαν καθορίζεται μαγικά. Γιατί μόνο το άγνωστο μπορούσε να είναι μαγικό. Μόνο αυτό που κανένας δε γνώριζε την πηγή της ύπαρξής του. Τελικά, όπως διαπίστωσα αργότερα, το άγνωστο ήταν κρυμμένο μέσα σε αυτό που θεωρεί κάποιος γνωστό, γι’ αυτό και συχνά, το παραβλέπει. Τι ειρωνεία και συνάμα, τι τελειότητα! Το άγνωστο γεννούσε την απεραντοσύνη της γνώσης. Μόνο στην αγκαλιά της γίνεται ο κόσμος ένα.