Συνέχεια απο: Η υπεροψία της άγνοιας

Τι ειρωνία. Ήμουν φυλακισμένος δίχως να έχω την παραμικρή υποψία γι’ αυτό. Μέχρι να καταλάβω ότι είχα άβουλα οδηγηθεί, σαν προβατάκι, στα δόντια μιας τραγωδίας όπου είναι αναγκασμένος κανείς να μάχεται αδιάκοπα με τον εαυτό του δίχως λόγο, είχα χάσει σχεδόν τα πάντα. Είχα απομείνει να χτυπώ, σαν αδαής, το κεφάλι μου στο αόρατο τείχος ενός αδιεξόδου, προσπαθώντας να το υπερβώ. Μάταια φυσικά. Το μόνο που κατάφερνα, ήταν να σπάω το κεφάλι μου. Έπρεπε να το παραδεχτώ. Δεν υπήρχε κανένα νόημα να συνεχίσω να προσπαθώ. Ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί μεγαλύτερη απόγνωση. Μέσα στην ανυποχώρητη υπεροψία μου δεν είχα ποτέ διανοηθεί ότι αυτό που πραγματικά επιθυμούσα, μου δίνονταν απλόχερα κάθε στιγμή, με κάθε ανάσα. Είχα διδαχτεί, βλέπετε, τόσον καιρό ότι ακριβώς και όλοι οι άλλοι. Έπρεπε να σκέφτομαι και να δρω με στόχο το κέρδος. Είχα μάθει ν’ ακολουθώ κοινές συμπεριφορές. Είχα μάθει να φοβάμαι ότι θα χάσω όσα είχα καταφέρει ν’ αποκτήσω. Αυτός ο υποδόριος φόβος με απέτρεπε από το να ζω. Με καθιστούσε ανίκανο να δέχομαι τις αλλαγές. Προτιμούσα καλύτερα να βρίσκομαι προφυλαγμένος στη ρουτίνα μιας επίπλαστης μοναδικότητας, την οποία βίωνα παρατηρώντας τη σκέψη να κυλά σαν ποταμός, χτίζοντας κάστρα, παρά να χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσω τον ίδιο τον ποταμό, τη ροή του χρόνου, μοχθώντας με ολάκερο το είναι μου. Η αλήθεια όμως είναι ότι μέσα μου με έτρωγε αργά και σταθερά, σαν το σαράκι, το μεγαλύτερο ψέμα που θα μπορούσε να πιστέψει κανείς. Ότι ήμουν τόσο αδύναμος, που δεν άξιζα τίποτα. Η μοναξιά, αφού είχε ήδη καταλάβει τα μετερίζια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, είχε αρχίσει να προελαύνει τυραννικά για να κατακτήσει την ψυχή μου. Είχα φυσικά ξεχάσει απόλυτα, ότι σε αυτή ακριβώς τη θέση είχα ξαναβρεθεί και μάλιστα για αρκετό καιρό, τόσο όταν ήμουν μέσα στο σκοτάδι του πηγαδιού, όσο κι όταν είχα καταφέρει να βγω έξω στο φως. Πάντα ήμουν μόνος, απλά, μάλλον, τότε ήμουν ένα με το λόγο που με ήθελε ζωντανό. Τώρα, βυθισμένος μέσα στην οδύνη της ασυνειδησίας, το είχα ξεχάσει απόλυτα αυτό. Μπορεί να ανάσαινα και να κινούμουν, όμως ένιωθα νεκρός. Πως να μην αισθανόμουν ένοχος γι αυτό;

Δεν υπάρχει αυστηρότερος κριτής απ’ τον εαυτό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δίκη από αυτή που συμβαίνει στα σωθικά κάποιου, όσο και αν αρνείται να το παραδεχτεί και με την πρώτη ευκαιρία το παραβλέπει. Είχα καταδικαστεί να είμαι κυριολεκτικά χαμένος, δίχως καθόλου να υποψιάζομαι ότι αυτή ακριβώς η αποδοχή δεν αποτελούσε το τέλος, αλλά, αντίθετα, σήμαινε την αρχή. Είχα αδράξει το σημείο μηδέν της αντίληψης. Εκεί όπου όλα πεθαίνουν για να ξαναγεννηθούν. Δεν άργησα λοιπόν να δω, έστω αμυδρά, ότι αυτό που με κατέβαλλε, αυτό που καταβύθιζε τα συναισθήματα μου στην άβυσσο, δεν ήταν παρά η δίψα μου. Το μόνο που μπορούσα πραγματικά να ξέρω, ήταν το πόσο πράγματι διψούσα, δίχως όμως να έχω καμία απολύτως ιδέα για το πως θα μπορούσα να ξεδιψάσω. Η γνώση όμως αυτής μου της άγνοιας με καθιστούσε πλέον κενό, σαν άδειο δοχείο που αδημονεί να εκτελέσει το καθήκον του. Να γεμίσει. Ένα δοχείο όμως, που παρέμενε ερμητικά κλειστό μιας και δεν είχα ιδέα πως να ανοίξω το καπάκι του. Δεν είχα καμιά ιδέα τι συμβαίνει όταν ανοίγει η καρδιά και δέχεται σαν δώρα τα όσα συμβαίνουν. Όπως κι αν είναι αυτά. Αν είναι όμορφα, τα χαίρεται, αν είναι άσχημα, προσπαθεί να βρει τρόπο να τα ομορφύνει. Εργάζεται ασταμάτητα προς την ίδια κατεύθυνση, γι αυτό και πετυχαίνει. Κι όταν τα καταφέρνει έστω και λίγο, χαίρεται ξανά.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το κενό που ένιωθα μέσα μου, δε θα μπορούσε παρά να δηλώνει ότι ήμουν έτοιμος. Δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο ότι τότε ακριβώς και δίχως καθόλου να το περιμένω, έγινε το θαύμα.