Συνέχεια απο: Η προσμονή της στιγμής

Σωπαίνοντας, με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Η καρδιά μου φτερούγισε σαν να την διαπέρασε ένα βέλος και βρέθηκα με μιας μες στο κενό. Πρώτη φορά, θαρρώ, βίωσα την ένταση της σιωπής με τόση αγωνία. Πρώτη φορά αισθάνθηκα το βάρος της αναμονής με τόση πίεση. Σαν ένα δοχείο που τόσο καιρό περίμενε άδειο και κλειστό κάποιον να ξεβιδώσει το καπάκι. Να του δώσει επιτέλους την ελευθερία να εκπληρώσει το σκοπό του. Να γεμίσει.

-Ο πρίγκιπας ήξερε ότι δεν έχει πείρα από μάχες. Είχε όμως πλέον μαζί του τους πάντες. Βλέπεις ο τύραννος είναι γεννημένος να τυραννά δίχως διακρίσεις. Δεν υπήρχε πια κανένας σίγουρος ούτε για τη θέση, ούτε και για το κεφάλι του. Κανείς δεν ήθελε πια το σκοτεινό βασιλιά. Ούτε οι ίδιοι του οι στρατιώτες. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα ν’ αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, στρατιωτικοί και αυλικοί ένοιωσαν την ανάγκη να γονατίσουν μπροστά στην ανωτερότητα του πρίγκιπα, όχι για να δηλώσουν υποταγή, αλλά για να εκφράσουν ευγνωμοσύνη.

Και πάλι σταμάτησε. Πάλι εκείνη η βασανιστική αναμονή που στο τέλος σε κάνει ηλίθιο και δεν αναρωτιέσαι. Απλά περιμένεις ν’ ακούσεις δίχως να ακούς. Σα να αφήνεις τις λέξεις να πετούν σαν πεταλούδες και να χαίρεσαι μόνο τα χρώματα τους, δίχως ούτε τόσο δα να σ’ ενδιαφέρει ν’ αναρωτηθείς για τις σημασίες και τα νοήματα των λέξεων αυτών. Ευτυχώς. Πήρα μπροστά. Μάλλον είχε έρθει η ώρα ν’ αναλάβω την ευθύνη να ανοίξω τον ασκό των ερωτήσεων, όσο αφελείς, μερικές φορές, να ήταν αυτές.

-Γιατί να εκφράσουν ευγνωμοσύνη; Αφού εκείνοι θα πολεμήσουν. Δε θα μπορούσαν να συγκροτηθούν από μόνοι τους; Γιατί πάντα χρειάζεται ένας σωτήρας για να μας σώσει;

Χαμογέλασε πλατιά. Η λάμψη του με ανάγκασε να χαμηλώσω το βλέμμα και να γονατίσω. Η καρδιά μου γέμισε με μιας με τόση ευγνωμοσύνη που δεν είχα άλλο τρόπο να τη βαστάξω. Το δάκρυ που κύλησε ζεστό στο μάγουλό μου, γεννήθηκε από αβάσταχτη χαρά. Πρώτη φορά δε χρειάστηκε να πάρω λέξεις για απάντηση κι όμως να έχω πάρει όλες τις απαντήσεις. Πρώτη φορά κατάλαβα ότι ο “πρίγκιπας”, δεν είναι παρά μόνο ένας καθρέφτης που πάντοτε αντανακλά το δικό σου φως. Αν είσαι φωτεινός το βλέπεις πάνω του, αν πάλι όχι, δεν το βλέπεις…