Συνέχεια απο: Το γέλιο της κάθαρσης

Αναρωτήθηκα αν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου τόση αγάπη. Για μια στιγμή θυμήθηκα αμυδρά την αγκαλιά της. Όλα ήταν πλέον τόσο μακρινά που ήταν σα να μην υπήρχαν πλέον. Μαζί τους δεν υπήρχα ούτε κι εγώ. Μόνο στο τώρα, μόνο εδώ μπορούσα να ζω κι αυτό που ένιωθα να φτερουγίζει στο στήθος μου με οδηγούσε ολοταχώς στο κέντρο της έκστασης. Στην πηγή της ευγνωμοσύνης. Ναι. Η καρδιά μου χωρούσε μέσα της ολόκληρο τον κόσμο. Μέσα της κρύβονταν ερμητικά οι ρίζες του αόρατου που σχημάτιζε για τη φτωχή αντίληψη μου το ορατό. Ήμουν πράγματι εδώ κι αυτό με σιγουριά δεν ήταν ψέμα. Τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα.

-Δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από τα δάκρυα της ευτυχίας.

Είπε χαμογελώντας πλατιά κι αυτή του η φράση ήταν σα να έδωσε το έναυσμα να σπάσει το φράγμα της ντροπής. Σα να ξεχύθηκε από μέσα μου με μιας ένα ποτάμι. Δεν ήξερα τι να κάνω για να κοπάσω τη χαρά. Δε μπορούσα ν’ αρθρώσω πια ούτε μια λέξη. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να γελώ και συνάμα να κλαίω δίχως σταματημό. Δεν είχα ιδέα πόση χαρά κρύβονταν μέσα μου. Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα για το ποιος ήμουν. Καθώς λοιπόν καθάρισαν με μιας όλες οι ιδέες που μ’ εμπόδιζαν να αγγίξω τον κόσμο, για να σωθώ, χύμηξα πάνω του και τον αγκάλιασα. Μ’ αγκάλιασε κι εκείνος κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ακόμη περισσότερα δάκρυα. Ακόμη περισσότερη ευγνωμοσύνη.
Στην αγκαλιά του έμεινα θαρρώ έναν αιώνα. Μπορεί και παραπάνω. Είχε απόλυτο δίκιο. Πράγματι δεν έχει λογική η αγάπη. Στ’ αλήθεια είναι ένα δοχείο η καρδιά. Όταν γεμίζει, ο χρόνος παύει πια να είναι εχθρός. Γίνεται αυτόματα αδερφός και η ζωή μεταμορφώνεται μπροστά του σε σταγόνα. Μια σταγόνα πολύτιμη που μόνο άμα την ρουφήξει κανείς μπορεί να ξεδιψάσει.