Συνέχεια απο:Χορευοντας στο ρυθμό της καρδιάς
Το φως μ’ έκανε ν’ ανοίξω τα μάτια και τότε, παραλίγο να τυφλωθώ. Για μιά στιγμή τα έχασα και καθώς ξεχάστηκα, κλονίστηκε η οριζόντιά μου ισορροπία πάνω στο νερό και παραλίγο να βουλιάξω. Ευτυχώς επανήλθα σχεδόν άμεσα όταν κατάλαβα τι γίνεται. Ήταν ο ήλιος που έπεσε στο πρόσωπό μου πρώτη φορά εδώ και τόσον καιρό. Το νερό είχε ανέβει αρκετά ψηλά πλέον. Η χαρά μου ήταν ασυγκράτητη. Υπό άλλες συνθήκες, θα ούρλιαζα, θα χόρευα, θα έκανα τούμπες και φυσικά, θα καλούσα κι άλλους, για να γλεντήσουνε μαζί μου τη χαρά μου. Θυμήθηκα εκείνη την παλιά ιστορία του μεγάλου βασιλιά, στην αρχαία Κίνα, που όταν έρχονταν ο κατάλληλος καιρός και ήθελε να ενώσει το λαό του ώστε να γίνουν μεγάλα επιτεύγματα, έκανε μια μεγάλη γιορτή, όπου καλούσε τους πάντες κι έκανε μουσική. Έτσι σιγά σιγά οι καρδιές των ανθρώπων ενώνονταν και καθώς αγγίζονταν από τη μελωδία της μουσικής, άρχιζαν να δονούνται στον ίδιο ρυθμό και να παρασέρνουν μαζί τους τα σώματα σε κίνηση, μέχρι στο τέλος, όλοι να ξεσπούν σε χορό. Πόσες τέτοιες γιορτές άραγε να είχαν χρειαστεί, μέχρι να χτίσουν το Σινικό τείχος;
Στη δική μου περίπτωση όμως δεν μου επιτρέπονταν να κινηθώ. Ήμουν αναγκασμένος να χαρώ μόνος και ακίνητος. Ήξερα πως όσο πιο ακίνητος θα μπορούσα να παραμείνω, τόσες πιο πολλές πιθανότητες είχα, για να φτάσω επάνω. Χάρηκα λοιπόν με την ψυχή μου, εντελώς μόνος κι ακίνητος, ενώ στην καρδιά μου ξεσπούσε σιωπηλά σε ξέφρενο πανηγύρι. Το μόνο που θα μπορούσε να το φανερώσει, ήταν το πρόσωπό μου. Ένοιωσα το χαμόγελο μου να ανοίγει διάπλατα, σχίζοντας σχεδόν τις άκρες των χειλιών μου. Ένοιωσα το δάκρυ της ευτυχίας να κυλά απ’ την άκρη του ματιού μου, για να ενωθεί με το νερό, που μόνο η διαρκής ροή του θα μ’ ελευθέρωνε κι άφησα το πρόσωπό μου να λουστεί μέσα στο θαυματουργό φως του ήλιου που κυβερνούσε.