Συνέχεια απο: Η επάνοδος της κίνησης
Το θαύμα ήταν εδώ, αλλά εγώ ήμουν ακόμη πολύ παγωμένος για να μπορέσω να το αγγίξω. Το νερό είχε σχεδόν φτάσει στην κορυφή. Ήμουν πλέον έξω κι όμως… Ήμουν ακόμα τόσο παγωμένος, που δε μπορούσα να κουνηθώ. Όπως και να ‘χει, μέσα μου, ήμουν πλέον ζεστός. Άρχισα αργά να προσπαθώ να συγκεντρωθώ στις κινήσεις των άκρων. Τα δάχτυλά μου μόλις που άρχιζαν να κουνιούνται. Προσπάθησα να τεντώσω τα πόδια. Εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Δεν ένοιωθα σχεδόν τίποτα κι όμως ήξερα ότι ακόμη τα είχα. Ο ήλιος χτυπούσε στο τοίχωμα του πηγαδιού. Σε λίγο θα έπεφτε επάνω μου. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα εξαρτώμουνα τόσο από τις αχτίδες του.
Δεν είχα καμία ιδέα τι επρόκειτο να συναντήσω εκεί έξω που θα ‘βγαινα, μετά από τόσα χρόνια σιωπής. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα επιτέλους να βγω. Είχα εκπληρώσει το καθήκον μου. Είχα αποκτήσει τη γνώση που ήταν το πρώτο σπουδαίο μου βήμα σε μια καινούργια περίοδο. Το μόνο που χρειαζόμουν όμως τώρα, ήταν ζεστασιά. Πως θα τη ζούσα μέσα εκεί, περιτριγυρισμένος από το υγρό στοιχείο αν δεν άρχιζα να τραγουδώ ένα τραγούδι αυτοσχέδιο; Τραγούδι δίχως λόγια, μιας και ακούγοντας τη φωνή μου, κατάλαβα ότι είχα πια σχεδόν ξεχάσει να μιλώ. Παρ’ όλ’ αυτά μέσα στα στήθια μου έκαιγε εκείνη η άσβεστη φωτιά που δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσει την ουσία της προελευσής της. Αρκείται μονάχα στο να ζεί. Ήμουν ζωντανός. Υπήρχε άραγε μεγαλύτερο δώρο; Ακόμα κι ο ήλιος άκουσε θαρρώ τον ψίθυρο της ευγνωμοσύνης μου και στράφηκε πανω μου, φροντίζοντας να με προετοιμάσει κατάλληλα για την έξοδο.