Text 1 by: Nevi Kaninia - Photo and text 2 by: Achilles Nasios

1.

Ο χρόνος σταμάτησε όταν τρύπησε το δάχτυλό της με το αδράχτι.
Χιόνι κάλυψε την περιοχή και τα ελάφια έφυγαν για το επόμενο δάσος.
Ήταν θάνατος ή ύπνος; Κανένας δεν ήξερε.

Άφησα ίχνη πάνω στο χιόνι και πέταξα μακριά.
Έφτασα σε ένα παγκάκι και περίμενα τα γίνει κάτι να λυθούν τα μάγια.
Ο κορμός δίπλα μου ήταν το κοιμισμένο σώμα ενός φρουρού.
“Όταν λιώσει το χιόνι θα σε πάρω να πάμε αλλού”
ψιθύρισα.
Άκουσα έναν λυγμό μέσα από τα φύλλα.
Έπρεπε να βγω από την ιστορία μα δεν αποφάσιζα εγώ.
Μόνο τη στιγμή της φωτογραφίας μπορούσα να καθορίσω.

Σε αυτή τη φωτογραφία
πίσω από την κάμερα είμαι εγώ.

2.

Ο κόσμος είχε μεταμορφωθεί. Δεν μπορούσα να μη δώσω σημασία στο παράδοξο της υπόθεσης. Βγήκα και βάδισα ακόμη πιο βαθιά, μέσα στο δάσος. Όλα είχαν αρχίσει σιγά σιγά να γίνονται ένα. Γλύστρισα κρυφά ανάμεσα στις αχτίδες, να μη φαίνομαι. Κοίταξα τριγύρω. Κοίταξα μέσα στην εικόνα. Κανείς. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή.