Text 1 by: Nevi Kaninia - Photo and text 2 by: Achilles Nasios

1.

Κάθε βράδυ τον άκουγα να τρέχει πέρα δώθε στο δωμάτιο.
Έβαζα το σεντόνι μέχρι τα αφτιά και ανάσαινα σιγά.

-Φοβάμαι τα ποντίκια,έρχονται και σου ροκανίζουν τη μύτη στον ύπνο σου αργά.

-Μη με φοβάσαι άκουσα μία φωνή,
εγώ τρώω μόνο όνειρα και χαρτιά.

Έτσι κοιμήθηκα.
Δεν ξαναήρθε.
Μετά από καιρό ξύπνησα και βρήκα στο νιπτήρα τη μαύρη του ουρά.
Είμαι σίγουρη πως έτρωγε όνειρα κάποιας άλλης
αλλού τώρα.

Τύλιξα προσεχτικά με μια σελίδα και έκρυψα κάτω από το κρεβάτι του φόβου την ουρά.

2.

Στο δωμάτιο αυτό έρχομαι μια φορά το χρόνο και μένω για κανένα μήνα. Δεν ξέρω πως τα είχε καταφέρει να τρυπώσει εκεί. Ξέρω μόνο με σιγουριά, ότι βρίσκονταν μέσα εκεί για χρόνια. Δεν ξέρω πως ακριβώς τα κατάφερνε να επιζεί έχοντας μόνη τροφή προφανώς τις κατσαρίδες. Εύρισκα το ποδαράκια τους από δω κι από κει στο πάτωμα κι αναρωτιώμουν. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ποντίκι, μέχρι που την είδα. Ήταν σαύρα. Δεν ήταν δυνατόν να την πιάσω. ΄Ηταν πολύ ευκίνητη.
Αυτή τη φορά είχα έρθει τον Οκτώβρη και είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Εκείνο το βράδυ η σαύρα είχε μπει στο νεροχύτη, προφανώς για να κυνηγήσει κάποια κατσαρίδα. Δεν τα κατάφερε να ξαναβγεί. Από τη μία η μεταλλική επιφάνεια που γλιστρούσε, από την άλλη η χειμερία νάρκη. Η σαύρα μου πόζαρε ακίνητη. Έμεινε εκεί, στην ίδια ακριβώς στάση, ως το επόμενο πρωΐ. Δεν φάνηκε να φοβήθηκε όταν την έπιασα. Δεν άφησε πίσω της την ουρά της. Την έβγαλα στον κήπο και την απίθωσα στο χώμα. Ήταν μια μέρα ζεστή. Έμεινε για λίγο ακίνητη κι έπειτα έκανε απότομα ένα σάλτο, όπως αυτά που κάνουν οι σαύρες και χάθηκε ανάμεσα στα φυτά. Έμειναν μόνο μερικές φωτογραφίες, να μου θυμίζουν για πάντα αυτή μας τη συνάντηση.