Photo and text by Achilles Nasios

Δεν έπαψα ποτέ να συλλέγω μνήμες, όσο κι αν ομολογουμένως προσπάθησα να μη το κάνω. Κάτι ανεπανάληπτο που συνέβαινε μέσα μου, με μάθαινε ν’ αγγίζω δειλά την αγάπη των καθημερινών καταστάσεων. Μονάχα οι πιο αθώες στιγμές μπορούσαν να οδηγήσουν εκεί. Οι στιγμές που απολιθώνονταν δίχως νόημα, εκείνες μόνο μπορούσαν να με οδηγήσουν στο τίποτα. Στην καρδιά μιάς σημασίας που δεν έχει καμιά πρόθεση να υπάρξει. Σαν ηθικός αυτουργός ενός άλυτου προβλήματος, του προβλήματος του θανάτου, ήταν σα να γεννούσα αποδείξεις γιά την ύπαρξη της ζωής. Μπροστά στο απέραντο άγνωστο υπήρχε πάντα το δυνητικά γνωστό. Η ζωή σκαλίζει τη μνήμη μας με ματιές. Η δικιά τους αρμονία κυριαρχεί. Δεν είναι σπουδαίος λοιπόν ο τρόπος που κοιτάμε τον κόσμο?

Η ευαισθησία γεννιέται μέσα από την προσοχή. Υποκλίθηκα μπροστά της σαν υπηρέτης κι ένοιωσα ταυτόχρονα σαν ηθοποιός μετά από την παράσταση. Η καυτή της υπόσταση έδινε στην άγνοιά μου την τροφή που επιζητούσε γιά να βολευτεί. Αυτή ήταν η πορεία του κόσμου. Σταθερά μέσα απο αλλαγές, άλλοτε σταθερές κι άλλοτε απρόβλεπτες, μπορούσαν να μεταμορφώσουν τη ζωή σε χρόνια ή σε δευτερόλεπτα. Τίποτε όμως πρόσκαιρο δε διαρκεί. Πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος να επιδιώξει τη διάρκεια?

Δεν έχω ιδέα πόσες εικόνες μπαινοβγήκαν μες στο κάδρο μου. Δεν ξέρω πόσες διαφορετικές στιγμές πέρασαν μέσ’ απ’ το φακό μου για να καταλήξουν στο ντουλάπι μου. Ξέρω μονάχα πως σπάνια ξέχασα αυτό που είδα. Μόνο όταν το είχα κάνει βεβιασμένα και όχι μέσ’ απ’ την αγνή ανάγκη μου να κρατηθώ, να μη πνιγώ μεσ’ στην ανία της μετριότητας. Από τη στιγμή όμως που διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος, έπαψαν να με ενδιαφέρουν οι συγκρίσεις. Κανείς δε μπορούσε να δει μέσ’ από το ίδιο το δικό μου βλέμμα, ακόμη κι αν κοιτούσε αυτό ακριβώς που κοίταγα κι εγώ, εκτός κι αν του το έδινα έτοιμο. Πως θα μπορούσα όμως ο φτωχός να περάσω τη ζεστασιά των στιγμών μέσα από ένα νεκρικό προσωπείο; Πως θα μπορούσα να κάνω σε όλους αισθητό το βίωμά μου;