Photo and text by Achilles Nasios
Ο χρόνος ήταν το μεγάλο ποτάμι που έπρεπε να διασχίσει κανείς. Μόνο ο καιρός μπορούσε όμως να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Γι αυτό αποκτούσα κουράγιο με κάθε μου απόφαση να συγκρατήσω τη ματιά. Εκεί ξεχνιόμουνα. Άφηνα πίσω μου κάθε φάλτσα υπόσταση και μεταμορφωνόμουνα σε κυνηγό της ουσίας. Στην αρχή καβάλαγα το άλογο της αναισθησίας και προσπαθούσα να δαμάσω τον εαυτό μου αναζητώντας μάταια τις κατάλληλες εντολές. Έβλεπα τα πρόσωπα εκείνων που φωτογράφιζα, να μαραίνονται, να σβήνουν κάθε φορά που τα σημάδευα με το φακό. Να γίνονται ηθοποιοί ενός θεάτρου στο οποίο δεν τους ζητήθηκε ποτέ να συμμετέχουν. Κι εγώ διάσκέδαζα με την οδύνη που έσπερνε ο φακός μου. Επέλεγα τις πιό απρόσμενες καταστάσεις για να ενεργοποιηθώ. Όλα θα ήταν μιά χαρά, αν δεν άρχιζα να αισθάνομαι ενοχές. Δεν ήξερα πως να τινάξω από πάνω μου εκείνη την υπεροχή του εισβολέα που κουβαλούσα. Είχα μεταβληθεί σε βαμπίρ με αντιρρήσεις συνείδησης. Δεν χρειαζόμουν άλλα έμψυχα αντικείμενα για να υπάρξω, εκτός… Εκτός κι αν υπήρχε η αυτόβουλή τους συγκατάθεση. Εκτός κι αν μ’ αγαπούσαν, ή έστω αν νόμιζαν προς στιγμήν πως μ’ αγαπούν. Που να ‘ξερα πως μέσα απo την αγάπη γεννιέται ο πιό αβάσταχτος πόνος?
Ήταν πια απόλυτα ξεκάθαρο. Αυτό που γύρευα δεν βρίσκονταν έξω, αλλά μέσα. Μέσα μου αναπτύσσονταν διαρκώς η αναδιοργάνωση του τίποτα.
Ο καλύτερος τρόπος για να γλυτώσει κανείς απ’ την αλήθεια, είναι να μην την κοιτάξει κατάματα. Αν κάνει το λάθος, θαρρώ πετρώνει σα να κοίταξε τη Μέδουσα. Ευτυχώς που τη στιγμή της λήψης ανέβαινε ο καθρέφτης κι έπεφτε σκοτάδι, αλλοιώς θα ήμουν σίγουρα ένας μαύρος βράχος, που θα τον περιτριγύριζαν τα κύματα με σκοπό να τον σκάψουν ως τα τρίσβαθα. Να τον κάνουν δικό τους μέσα στους αιώνες.
Τι είδους συναισθήματα μεταφέρουν οι εικόνες? Σε ποιόν ανήκουν? Στον κόσμο ή σε εκείνον που τις δημιούργησε? Με ποιό τρόπο επαληθεύεται η ισχύς της φαντασίας αν όχι με την απόδειξη της δυνατότητας της υλοποίησής της?
Ήταν πια απόλυτα ξεκάθαρο. Αυτό που γύρευα δεν βρίσκονταν έξω, αλλά μέσα. Μέσα μου αναπτύσσονταν διαρκώς η αναδιοργάνωση του τίποτα. Δεν άντεχα καθόλου την ανία. Η ρουτίνα που μου επέβαλλε ο έξω κόσμος, ήταν αβάσταχτη όπως η ελαφρότητα του είναι που κουβαλούσα στην καμπούρα μου, θεωρώντας μάλιστα ότι είναι κάποιο βαρύ φορτίο. Απ’ ότι συμπεραίνω τελικά, το φορτίο μου ήταν αναμφίβολα βαρύ. Ευτυχώς που η άγνοια το ξαλάφρωνε. Δε μπορώ να εξηγήσω αλλιώς την απεριόριστη αντοχή μου ν’ αφήνομαι να παρασυρθώ από το αξεπέραστο κοσμικό κύμα που με καθόριζε. Η μοίρα με είχε βαφτίσει περιπλανώμενο. Για να μπορέσω να ησυχάσω ήμουν αναγκασμένος πρώτα να την αποδεχτώ.
Διαπιστώνοντας ότι αυτό που πραγματικά μ’ ενδιέφερε, δεν ήταν εκείνα που ήξερα, αλλά όλα όσα δεν ήξερα, δε μπορούσα να περιμένω πιά. Για να συνεχίσω να ζω, έπρεπε να φύγω. Να χαθώ σε μιάν ακόμα γλώσσα. Μιάν ακόμα μετάφραση. Οι λέξεις μου είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και περισσότερο ασπρόμαυρες. Σαν τις εικόνες που είχαν αρχίσει να με κατακλύζουν.