1.
Γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη. Έξω από το παράθυρο φάνηκε μια φιγούρα να τριγυρνά εδώ και εκεί. Έβαλα το χέρι μου κάτω από το μαξιλάρι και το έσφιξα πάνω μου. Δεν είμαι μόνη, σκέφτηκα και έσφιξα το μαξιλάρι δυνατότερα στην αγκαλιά μου. Το μαξιλάρι σου, αυτό που έλεγες πως σου χαρίζει τα όνειρα και σου χαϊδεύει τα μάγουλα. Είναι ένα τσουχτερό βράδυ αυτό. Τρίβω τα πόδια μου και κοιτώ εσένα εκεί έξω να απομακρύνεσαι, χαιρετίζοντας με, αφήνοντας γαλάζιες χιονονιφάδες να πασπαλίζουν την νύχτα μου.
2.
Οικεία εικόνα τον τελευταίο χρόνο, στη συνειδητή αυτοαπομόνωση μου κάπου στη Κορινθία. Όχι δεν μου λείπει τελικά η Αθήνα και το ζοφερό περιβάλλον της. Όταν περνάς καλά σε έναν τόπο, γίνεται οικείος, γίνεται “σπίτι” σου, πατρίδα. Θα μου πεις και οι άνθρωποι που αφήνεις πίσω, δεν σου λείπουν; Είναι αυτό το κενό που νιώθεις κάθε που πλησιάζει το σκοτάδι, όταν φευγαλέες σκέψεις σαν φωτεινά άστρα, ζωντανεύουν στιγμές ευχάριστες με αγαπημένα πρόσωπα….!
3.
Ξύπνησε με το κεφάλι βαρύ και το στόμα στεγνό. Απόλυτο κενό μεσολαβούσε από τη στιγμή της νάρκωσης μέχρι τώρα. Πόσες ώρες πέρασαν; Όλα θολά και ένα υπόλευκο φως τριγύρω. Απλώνει μηχανικά το χέρι να πιάσει τα γυαλιά της από το κομοδίνο﮲ πέντε βαθμοί σε κάθε μάτι ομορφαίνουν θαμπά τα πάντα. Δεν είναι εκεί τα γυαλιά, αυτό δεν είναι το κομοδίνο της. Κάθεται στο κρεβάτι και ακουμπάει τα γυμνά της πόδια στο πάτωμα. Αναγνωρίζει το δωμάτιο του νοσοκομείου. Αρχίζει να θυμάται. Απλώνει το χέρι και ανασηκώνει την κουρτίνα του παραθύρου. Πίσω από το βρεγμένο τζάμι προσπαθεί να διακρίνει τα κτίρια και τα δένδρα απέξω. Δύο φωτισμένα σπερματοζωάρια πέφτουν αργά, αργά… Καλό σημάδι σκέφτεται. Ίσως η επόμενη φορά να είναι η τυχερή!
4.
Αέρας πέφτει πάνω στα δέντρα. Aστραπιαίος ηλεκτρισμός. Φώτα του δρόμου, μπλε απόκοσμες κηλίδες στο τζάμι, ψυχρές αντανακλάσεις.Τα κλαριά κρέμονται από τη ζωή. Το μέσα και το έξω, έξω παγωνιά και απειλή, μέσα; Κρυώνω; Θαλπωρή, ή άγνωστος χώρος; Ποιό είναι τελικά το άγνωστο; Παγώνουν τα χέρια μου στο τιμόνι, είμαι σπίτι; Ονειρεύομαι μια ζεστή φωνή στο τηλέφωνο της μοναξιάς.
5.
Το προφίλ σου διαγραφόταν εξαίσια στο παγωμένο τοπίο. Ριπές φωτός που συναγωνίζονταν την εκτυφλωτική λευκότητα του χιονιού στάθηκαν αγέρωχα και τερμάτισαν την αναμονή. Ηλεκτρισμένη η λάμψη που χαράκωσε ανεπανόρθωτα την αθωότητα της στιγμής. Μάταια βάλθηκαν οι σκιές να κουβεντιάζουν. Κουβέντες άηχες δίχως ουσία στον πυρήνα τους. Λες και στέρεψαν τα νοήματα ή απόκαμαν να περιμένουν αποδέκτη. Καλύτερα έτσι. Προτιμότερη η ησυχία που ακροβατεί, παρά μια λέξη παράταιρη σε χείλη ξένα. Κι είναι το ανείπωτο που έχει σ’ όλα απαντήσει.
6.
Εκείνο το βράδυ, τελειώνοντας τον μαραθώνιο της μοίρας μου μπροστά στην οθόνη, έριξα τυχαία το βλέμμα μου έξω. Ωωω! Έπεφτε εκείνο το όμορφο το χιόνι που ένωνε με χάρη τον ουρανό και τη γη. Δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ. Άρχισα να φωτογραφίζω δίχως να έχω κάνει τις κατάλληλες ρυθμίσεις. Ευτυχώς, αλλιώς δε θα ήξερα το πως γεννιούνται τα όνειρα.
Photo and concept © Achilles Nasios