1.

Χειμώνας στο χωριό, ήμουν δεν ήμουν δέκα. Ξυπνώ αλαφιασμένη και χώνομαι στην αγκαλιά της γιαγιάς μου. «Με κυνηγούσαν αυτά τα κακά παιδιά, και έτρεχα μέσα στο χιόνι και στη νύχτα για να ξεφύγω. Είχα χαθεί κάπου, τα φώτα ήταν πολύ μακριά, όταν είδα ένα άσπρο άλογο να με κοιτάει και κοκκάλωσα. Δεν φοβόμουν το άλογο αλλά τα κακά παιδιά που όλο και πλησίαζαν», έλεγα μυξοκλαίγοντας. Η γιαγιά με παρηγορούσε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου, «είναι καλό σημάδι να δεις άσπρο άλογο στον ύπνο σου».

© Dimitra Kitsiou

2.

Αχ! Πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις;
Αχ, μαράζι μες στο χιόνι….
Νάνι το γαρούφαλό μου που τη γης δάκρυο ποτίζει,
τ’ άλογό μας το καλό…

Σιγοτραγουδώ Γκάτσο μες στην κρύα νύχτα….

© Giorgos Vasiliadis

3.

Θέλω να νιώσω το χιόνι, μα τα πόδια μου βουλιάζουν στη λάσπη. Θέλω να φτάσω στη θάλασσα, μα αυτή πάντα μου ξεμακραίνει. Κι εκείνο το ταξίδι, έπαψε πια να με καλεί. Θα μείνω εδώ ιδανικός κι ανάξιος αναβάτης του ωραίου άσπρου αλόγου που δεν αξιώθηκα να τιμήσω.

© Mina Ioannidou

4.

Κατηφορίσαμε προς του στάβλους για μία καληνύχτα, η Λευκή δεν ήταν εκεί. Βγήκαμε τρέχοντας για να την ψάξουμε, η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή από την αγωνία μην της έχει συμβεί κάτι κακό. Λίγο παρακάτω από τον στάβλο την είδα έπαιζε με τις οπλές της στο χιόνι. Πήγα κοντά της, της χάιδεψα την χαίτη και σκέφτηκα πως αν είχε μορφή η ελευθερία μου θα ήταν ίδια η Λευκή.

© Evita Paraskevopoulou

5.

Στάθηκα απέναντι, γεμάτος τύψεις. Λίγο πριν, ήξερα ότι είχα ενοχλήσει χρησιμοποιώντας το φλας. Ο επιβήτορας είχε θυμώσει και χύμηξε κατά πάνω μου. Μας χώριζε μονάχα ένα λεπτό ηλεκτροφόρο σκοινί, το οποίο, ευτυχώς για μένα, δεν τα κατάφερε να το υπερβεί. Στράφηκα προς εκείνη. Ήταν ήρεμη. Γύρισε και κοίταξε δίπλα δίχως να αντιδράσει. Όσο κι αν έτρεμα απ’ την παγωνιά και την τρομάρα, δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην εικόνα.

Photo and concept © Achilles Nasios