Photo and text by Ελένη Μαράντου

Στις παρυφές του κόσμου προχωρούν
ποιός ξέρει άραγε να βρούνε τι γυρεύουν
ζητούν μιαν ευκαιρία να χαθούν
ή με το νου τον κόσμο κυριεύουν;

Ακροβατούν πάνω στην κόψη της κλωστής
ψάχνουν να πιάσουν του αόρατου τη μνήμη
κι όπως πατούν στων αντιθέτων την αιχμή
δειλά αγγίζουν την αιώνια γαλήνη.

Είν’ οι τρελλοί του κόσμου αυτού κι είναι πολλοί.
Είναι όσοι πια δεν έχουν άλλη ελπίδα.
Όσοι να ζήσουν ψάχνουν τη στιγμή
κι όσοι στο στήθος μέσα έχουν μια σπίθα.

Μα είναι κι οι σκέψεις μας αυτές που τριγυρνούν,
που κάθε μέρα κρύβονται το δείλι·
είναι τα όνειρα που αρχίσαν να μεθούν
και περιμένουνε το χρόνο ν ’ανατείλει.

Είμαι κι εγώ, που πάλι εδώ θα τριγυρνώ
να βρω την άκρη μέσ’ από τις αντιθέσεις
Στη μοναξιά ή στους πολλούς να μπερδευτώ
στης γης τους κύκλους να κρυφτώ με άδειες λέξεις.