Photo and text by Achilles Nasios

Το βλέμμα είν’ ανεξέλεγκτο. Aπ’ τη βαθιά του φύση, αδηφάγο. Έρχεται να ρουφήξει από απόσταση το κάθε τι, για να το επικοινωνήσει στην αντίληψη. Η πιό μακρυνή κεραία που θα μπορούσε ποτέ να εφευρεθεί. Η πιό κοντινή μας βοήθεια, αλλά συχνά κι απίστευτη πλάνη. Για να μη μπερδεύομαι, ήμουν αναγκασμένος να κοιτώ πρώτα μέσα κι από εκεί να ξεκινώ, καθώς το μυαλό μου δεν ήταν παρά μία υπολογιστική μηχανή που επεδίωκε να κατανοήσει την ανεπάρκεια της ύπαρξης. Σα να μετρούσε τις ανάγκες μου, να τις μετέτρεπε αυθαίρετα σε νόμισμα και να με πλήρωνε με ‘κεινο για να κοιμίζω τις ορμές που με ποθούσαν ελεύθερο. Αμα δεν ήμουν υπαρκτός, τι θα μπορούσε να υπάρχει?

Το φως καθώς παγώνει μες στο χρόνο, υμνεί τη διαχρονικότητα. Συνήθως όμως δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει το ίδιο το φως, αλλά η αλήθεια την οποία εκείνο φωτίζει. Εκεί εναποθέτουμε τις ελπίδες μας να κατανοήσουμε κάτι. Σε αυτό που φωτίζεται και όχι στην πηγή που φωτίζει. Πως να χωρέσει ο νούς μας το καθαρό φως δίχως να τυφλωθεί? Πως να βάλουμε όρια? Μα φυσικά, εστιάζοντας στις σκιές. Τι υπέροχη που είναι αυτή η εναλλαγή του φωτός και του σκοταδιού. Τι ωραία που μεταβάλλεται η όψη του κόσμου. Τι ωραία που ένοιωθα, σχεδόν υπαίτιος της δημιουργίας, κυριολεκτικά μεσάζων του φωτός, από τη στιγμή που γνώριζα τις τεχνικές της καταγραφής του.

Η ιδέα γεννιέται σ’ εναν άφανο κόσμο. Γίνεται αισθητή μόνο μες στην αντίληψη. Εκείνος που κατέχει έναν τρόπο να υλοποιεί τις ιδέες που προσλαμβάνει, δε μπορεί παρά να είν’ ευλογημένος. Στο τέλος των αμφιβολιών που μ’ έσερναν τυφλά σε μια ζωή που διαρκώς δεν μου ανήκε, έτσι είχα αρχίσει πλέον να νοιώθω. Ευλογημένος.