Text by © Nevi Kaninia - Photo by © Achilles Nasios
Είχε τόσες δίπλες
η φούστα που σιδέρωνα για το καλοκαίρι.
Όταν τελείωσα ιδρωμένη
μ’ έπιασε τρυφερά από το χέρι.
-Θα μπεις; -Ναι, έκανα δήθεν αδιάφορα. Μόνο πρόσεχε μη τσαλακωθείς. -Πώς έμαθες να κολυμπάς τόσο γρήγορα; Με ρωτούσε ανυπόμονα. -Έχω κάνει ασκήσεις αναπνοής.
Ήθελα ακόμα να της πω ότι το μπλε ήταν παλιά το πιο ακριβό χρώμα και το φορούσαν μόνο οι ευγενείς.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και ενώθηκε με όλα τα προηγούμενα.
Κάποια στιγμή βγήκα και στέγνωσα.
Τα χέρια μου ήταν ζαρωμένα, τα μάτια μου κόκκινα
και τα μαλλιά μου αλμυρά.
-Είναι από τα δάκρυα τα μάτια έτσι;
-Είναι από την αρχέγονη χαρά που τσούζει λίγο και ποτέ δε σταματά.
-Δεν ξέρω πολλούς με κόκκινα μάτια είπε
και μου έκανε σινιάλο ότι έφευγε.
Έτσι αποχαιρετιστήκαμε.