Text by © Nevi Kaninia - Photo by © Achilles Nasios
Ήταν εκείνη η εποχή του χρόνου
που έφευγαν προς το νότο.
Κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη.
Μουρμούριζε τις γνωστές χαιρετούρες
και τα δάκρυα του έτρεχαν χωρίς να τα ελέγχει.
-Εγώ θα μείνω εδώ
όσο το έλεγε οι σταγόνες αλμυρές ανέβαιναν στον ουρανό.
Ως παράκληση.
-Ας ήμουν λιγότερο ευαίσθητος και ας έχανα ένα κλαδί, είπε.
Και ήρθε ο χειμώνας και τα κλαδιά του γέμισαν χιόνια.
Το πιο μεγάλο που ακουμπούσε στο σπίτι έσπασε και έπεσε ένα βράδυ που φυσούσε.
Ήρθαν το πρωί από το δήμο και το μάζεψαν.
Του έλειπε, μα δεν παραπονιόταν.
Έτσι έριχνε και τα υπόλοιπα κλαδιά και περίμενε.
Την άνοιξη όταν γύρισαν κούνησε ελαφρά το τελευταίο που το είχε μείνει
και είπε μόνο:
-Ξανά γεια.
Δεν ήρθαν όμως να κουρνιάσουν πάνω του μα πήγαν πιο κει αφού δεν είχε πλέον κλαδιά.
΄Ενα πρωί με ήλιο υπέρλαμπρο
ο κύριος που καθάριζε τα φύλλα
βρήκε στο γρασίδι
μια ξύλινη ραγισμένη καρδιά.