Photo and text by Achilles Nasios

Που άραγε να πηγαίνει η μουσική που δεν την ακούει κανείς εκτός από τον μουσικό που την παράγει? Που να πηγαίνουν όλες εκείνες οι εικόνες που δεν δείχνονται?

Όπως τα λόγια που δε λέγονται, θαρρώ, τ’ αδράχνουν οι ποιητές με τη γλωσσική ευαισθησία που τους διακατέχει, έτσι αγκιστρώνουν και τις σκόρπιες νότες που έχουν νόημα, οι μουσικοί. Με τις ματιές που αν και πάγωσαν, δεν είδαν ποτέ το φως του κόσμου τι γίνεται? Μπορεί να επιστρέφει το παρελθόν? Γίνεται να επιστρέψει με άλλα μάτια? Κι αν ναι, γίνεται να δει κανείς τα ίδια πράγματα με τότε?

Η επιστήμη του βλέμματος δεν έχει ακόμα τακτοποιηθεί σε κουτάκια, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, παρά μονάχα να εικάσουμε.

Κανείς ακόμη δεν ξέρει.

Άρχισα να κοιτώ διαπεραστικά τις εικόνες. Οι συνειρμοί που γεννιόντουσαν από την παρατήρησή τους, μου έδειχναν το δρόμο της καρδιάς. Θαρρείς και κάθε μια αναζητούσε το ταίρι της κι ήτανε μάλιστα αυτός ο λόγος για τον οποίο είχε καμωθεί. Το παιχνίδι των νοημάτων άρχιζε ν’ αποκτά ενδιαφέρον, καθώς οι ακίνητες διαφορετικά παραστάσεις, μετατρέπονταν αβίαστα σε κίνηση. Τα συναισθήματα που δημιουργούσε εκείνη η κατά κάποιο τρόπο αυτόματη κατανόηση, άρχιζαν να εκτοξεύουν την αδρεναλίνη στο φουλ και τότε ακριβώς ξεκινούσε η ευλογία του αυτοσχεδιασμού. Μια ιδέα που πλάθεται από το κονίαμα της μνήμης του φωτός όταν αναμιχθεί με το νερό του χρόνου. Το πιο εύπλαστο υλικό. Όταν αρχίσει να κυλά, καλύπτει τα πάντα, επαναφέροντας το κάθε τι στην κατάσταση της αιώνιας μνήμης του τίποτα. Μιας κατάστασης άγνωστης που πάντα θα μας τρομοκρατεί, αλλά και θα μας σαγηνεύει.