Photo and text by Achilles Nasios
Ήταν απόλυτα φυσικό. Δε μπορούσα να διαχωρίσω τον εαυτό μου από τη σκέψη. Από τη στιγμή που η κάμερα είχε αποκτήσει καθοριστικό ρόλο για τη ζωή μου, είχα μεταβληθεί σε δρομέα αντοχής. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είχε σημασία. Το μυαλό μου είχε σπάσει σε χιλιάδες κοματάκια, σαν ο καθρέφτης ενός κόσμου που είχα ασυνείδητα βαλθεί να περισυλλέγω, λες κι όλ’ αυτά ήταν έξω από μένα. Λες και το μόνο που μ’ ενδιέφερε, δεν ήταν παρά να ψάχνω για όμορφες εικόνες του έξω κόσμου. Λες και δεν είχα ψυχή.
Το δάκρυ της ευτυχίας, είναι μάλλον ο μεγαλύτερος θησαυρός που θα μπορούσε κάποιος ν’ αποκομίσει στη ζωή του, μιας και την ευτυχία, μάλλον δεν είναι διόλου εύκολο να την γευτεί κανείς σε διάρκεια. Όπως ο έρωτας, έτσι κι εκείνη έρχεται και φεύγει. Μόνο έτσι θα μπορούσα να προσδιορίσω το συνεχές της απροσδιόριστο. Όταν αφιερώνεται κανείς εκατό τα εκατό στο εδω και το τώρα, αν δηλαδή βουτήξει βαθιά μέσα του, τότε είναι σα ν’ ανοίγει αυτόματα ένας δίαυλος μιάς άμεσης εσωτερικής σύνδεσης με την ακεραιότητα των στιγμών. Τότε αρχίζει επιτέλους να διαφαίνεται ένας λόγος επαρκής, ώστε να θελήσει να γνωρίσει τον εαυτό του. Αλλιώς ποιός ο λόγος να ζει? Ήθελα λοιπόν κι εγώ να τα καταφέρω. Ήθελα ν’ αυτονομηθώ. Μόλις το διαπίστωσα αυτό, τότε ακριβώς επήλθε και μιά τεράστια έκρηξη για να μου κόψει το δρόμο προς όλ’ αυτά. Ο φόβος. Ένας ανυπέρβλητος φόβος που είχε σχέση με το θάνατο και είχε τη δύναμη να πείθει τον καθένα ν’ αρνηθεί την ελευθερία, με αντάλλαγμα απλά και μόνο το δικαίωμα γι’ αναπνοή.