Photo and text by Achilles Nasios

Καθώς η ματιά του έπεσε σ’ ένα πακετάκι φωτογραφιών επάνω στο χαοτικό μου γραφείο , χύμηξε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο που χύνονταν από τα μάτια του πλημμυρίζοντας το σύμπαν και το πήρε. Σαν παιδί. Διάλεξε μια φωτογραφία απ’ το πακέτο στην τύχη και σώπασε κοιτάζοντάς την ώρα πολύ. Τον κοίταζα κι εγώ. Το βλέμμα του χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς , ενώ παράλληλα συνειδητοποιούσα ότι οι σκέψεις του αγκάλιαζαν το δικό μου βλέμμα. Η αφοσίωσή του ήταν τόση, που αισθανόμουν άβολα. Πρόσεχα μη τυχόν αναπνεύσω δυνατά και τον ενοχλήσω. Κι όταν άρχισε να λέει, ήθελα ν’ ακούσω. Μιλούσε για μένα, σαν να μην ήμουν εγώ κι αυτό με έβγαζε από μια δύσκολη θέση. Ήμουν αθώος.

- Στοκχόλμη, Οκτώβριος … Δε βλέπω καλά τι γράφει στη γωνίτσα. Βλέπω όμως ότι ο φωτογράφος εδώ, απλά παρατηρεί. Δίνει σημασία σ’ ένα ήδη ολοκληρωμένο γεγονός. Διαμορφώνει την εικόνα του επιλέγοντας τον μεγαλύτερο βαθμό απεικόνισης που του παρέχει η μηχανή και ο φακός του. Μεγάλο βάθος πεδίου και γρήγορη ταχύτητα κλείστρου. Με τις επιλογές του αυτές δίνει την ευκαιρία στο θεατή να παρατηρήσει την κάθε λεπτομέρεια. Τώρα βέβαια, βλέπουμε μια μικρή εικονίτσα. Θα τη φανταστεί κανείς σε μέγεθος πραγματικό, μόνο αν αφηθεί να βουτήξει μέσα της. Ανεξάρτητα όμως από το πλαίσιο στο οποίο μας προτείνεται, μπορούμε να δούμε ότι περιγράφει ένα κοματάκι του κόσμου, περίπου έτσι όπως θα τον έβλεπαν τα μάτια μας. Τα στοιχεία που την απαρτίζουν δεν είναι κατασκευή του φωτογράφου. Εκείνος απλά αφήνεται στην παρατήρηση να τον σεργιανήσει.

…θα προσπαθήσουμε ν’ ανακαλύψουμε κάποιο νόημα, πέφτοντας εύκολα στα δίχτυα μιας ερμηνείας, που αν δεν καλοπροσέξουμε κι είναι μονόπλευρα ειδωμένη, είναι πολύ πιθανό να παραπλανεί…

Με μια πρώτη ματιά, εύκολα θα κρίνουμε ότι κατατάσσεται στο είδος της φωτογραφίας αστικού τοπίου. Ένα τοπίο ρεαλιστικά περιγραφικό. Όμως το ότι ακολουθείται από μια λεζάντα που δίνει πληροφορία για το που και το πότε συνέβη αυτό που απεικονίζεται, της δίνει ταυτόχρονα και το ύφος του ρεπορτάζ. Με την απόφασή του να προσδιορίσει το χωροχρόνο, ο φωτογράφος δηλώνει απόλυτα την πρόθεσή του: “Αυτό ήταν εκεί, τότε”. Όσο κι αν μοιάζει να παραμένει άφανος, καλά κρυμένος πίσω από την περιγραφικότητα που επιλέγει, τόσο από την άλλη, κραυγάζει ευγενικά: “Εγώ ήμουν εκεί. Γνωρίζω τα πάντα γι αυτή την απεικόνιση και σας καλώ να ταξιδέψετε στον ίδιο χωροχρόνο που με πλάνεψε να τον παγώσω για εσάς.”

Θα ήθελα να τον διακόψω. Να τον ρωτήσω τι θεωρεί αυτός σωστό σε σχέση με τη λεζάντα. Ευτυχώς δεν το ‘κανα. Κράτησα την ερώτηση για τον εαυτό μου, ενώ εκείνος συνέχισε να λέει:

- Σε κάθε περίπτωση όμως, η ματιά με την οποία ο φωτογράφος μας προσφέρει το παράδοξο του θέματος, υπερνικά κάθε τέτοια σκέψη. Ο μοναχικός φοίνικας βιδωμένος στην άκρη της προβλήτας, η αντιπαράθεση του με την πόλη του Βορρά, οι υπαινικτικές αντιθέσεις, αυτά είναι τα στοιχεία που φαίνεται να κυριαρχούν την αντίληψή μας. Μέσα σε αυτά ίσως να προσπαθήσουμε ν’ ανακαλύψουμε κάποιο νόημα, πέφτοντας εύκολα στα δίχτυα μιας ερμηνείας, που αν δεν καλοπροσέξουμε κι είναι μονόπλευρα ειδωμένη, είναι πολύ πιθανό να παραπλανεί. Δεν είναι όμως η υπαινικτική ματιά του φωτογράφου αυτή που μας οδήγησε εκεί; Μήπως ασκεί μια κριτική; Σε τελική ανάλυση λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εικόνα αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία, ώστε να τοποθετηθεί στο ρεύμα της “Νέας Τοπιογραφίας”.

Πριν καν να προλάβω ν’ αναρωτηθώ αν πράγματι τα είχα δει εγώ όλα αυτά, εκείνος ολοκλήρωνε την ανάγνωσή του δίνοντάς μου τις απαντήσεις που χρειαζόμουν.

- Για το ελαφρύ, σίγουρα ψυχρό αεράκι που κυριαρχούσε εκείνες τις στιγμές, για τον ήλιο που άρχιζε αργά να δύει, για τη μυρωδιά της θάλασσας, μάλλον δύσκολα κάποιος θ’ αναρωτηθεί, μα εκείνος που θα σταθεί περισσότερη ώρα μέσα στο πλαίσιο της εικόνας, έχει τη δυνατότητα να τα νοιώσει και ίσως τα νοιώσει πολύ καλύτερα, αν η λεζάντα επιτελέσει εν τέλει το σκοπό της, φέρνοντας το χωροχρονικό παρελθόν πραγματικά πιο κοντά.