Photo and text by Achilles Nasios
Τελικά αναρωτιέμαι αν η φωτογραφία μ’ ενδιέφερε περισσότερο σαν Τέχνη, ή αν μ’ ενδιέφερε απλά σαν ζωή. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να τα ξεχωρίσω αυτά τα δύο. Αν η ζωή δεν είναι Τέχνη, τότε τι νόημα έχει? Είναι δυνατόν να υπάρξουν ανεξάρτητα αυτά τα δυό?
Κλεισμένος στο σκοτάδι του ορυχείου μου, δεν είχα και πολύ χρόνο. Πως αλλιώς θα κατάφερνα να σμιλέψω το φως? Πως να προλάβαινα να ασχοληθώ με τα τριγύρω όταν η δίψα μου μεγάλωνε όσο έσκαβα, στερεώνοντας παράλληλα τους τοίχους του πηγαδιού. Δε μπορεί. Κάπου εκεί βαθιά, κρυμένη μέσα στο χώμα, περίμενε μία πηγή με καθαρό νερό. Ήταν απλά θέμα χρόνου.
Μάζεψα τις σκόρπιες εικόνες μου σε πακέτα. Προσπάθησα να βρω κάποια άκρη. Να γατζωθώ από κάπου που να υπάρχει νόημα. Ν’ αφηγηθώ. Τόσο είχα πιά κουραστεί με κείνη την ανυπόφορη αοριστία των επιλογών μου, που δε μπορούσα να ζητήσω επανάπαυση στη μία και μοναδική εικόνα, όσο κι αν ήταν γεγονός πως όταν έρχονταν, ολάκερο το σύμπαν γονάτιζε μπροστά της.
Εν τω μεταξύ η τεχνολογία, είχε αργά αρχίσει να μεταμορφώνει το σύμπαν σε γράμματα κι αριθμούς, τόσο μπλεγμένα, ώστε κανείς ακόμα δε μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν ο κόσμος να είν’ απόλυτα ανύπαρκτος. Μια ιδέα και μόνο. Που να το φανταζόμουν τότε, ότι ο χρόνος δεν ήταν παρά μόνο ανθρώπινο δημιούργημα? Δεν φανταζόμουν. Έβλεπα απλά ό,τι υπήρχε τριγύρω κι εστίαζα εκεί που στρέφονταν η περιέργειά μου. Αν δεν το έκανα αυτό, ο κόσμος θα παρέμενε απελπιστικά ίδιος. Απελπιστικά κενός. Όσο βουτούσα σ’ αυτή την κενότητα, τόσο γέμιζα ο ίδιος απο ελπίδα. Μιαν ελπίδα κρυφή, ότι κάποια στιγμή θ’ αντίκρυζα επιτέλους το νόημα της ασυνειδησίας που με κυβερνούσε.