Συνέχεια απο: Ο ύπνος της ελευθερίας
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα, χωρίς να έχω ιδέα για το πόσο είχα κοιμηθεί. Ήμουν ακόμα παγωμένος, αλλά δεν ήμουν μέσα στο νερό. Από το χείλος του πηγαδιού, που είχα από μέσα του αναδυθεί, εκεί που είχα αποκοιμηθεί μέσα στη ζέστη του ήλιου, στο ίδιο σημείο ξύπνησα στο κρύο και στο σκοτάδι. Δεν είχα ιδέα για το που βρισκόμουν. Ένοιωθα ακόμα την υγρασία του νερού στα πόδια μου. Βρισκόμουν μπρούμητα στο έδαφος. Είχε χορτάρι. Μπορούσα να το αγγίξω με τα δάχτυλα. Δε μπορούσα να κουνηθώ με ευκολία, το σώμα μου όμως είχε αρχίσει να με ακούει. Ήθελα να φύγω όσο πιο μακριά γίνονταν από από εκεί, μα δε μπορούσα. Τα δάχτυλά μου γατζώθηκαν στο χώμα. Άρχισα να σέρνομαι. Δεν ήξερα ακριβώς προς τα που, αρκεί να ήταν λίγο πιο πέρα. Το μόνο που μπορούσε να με οδηγήσει, ήταν τα δάχτυλα και η μύτη μου. Δεν έβλεπα τίποτα.
Δε σκεφτόμουν τίποτα. Απλά με παρατηρούσα να κινούμαι με βεβαιότητα προς τη ζέστη. Υπήρχε κάποιος λόγος λοιπόν, κάποιο μυστικό, που με καλούσε να το ανακαλύψω. Ήξερα με σιγουριά, ότι μέσα μου υπήρχε η απέραντη γνώση. Αυτή που έχει τη δύναμη να κινεί, ζητώντας σαν αντάλλαγμα την κίνηση. Όταν τα δάχτυλά μου μπήχτηκαν στη μαλακή άμμο και ένοιωσα την ζέστη να συσσωρεύεται μέσα της, αισθάνθηκα και πάλι ευγνωμοσύνη. Ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να κινούμαι. Η προηγούμενή κατάστασή μου είχε αλλάξει ριζικά. Σύρθηκα με χέρια και με πόδια επάνω στην άμμο. Σιγά σιγά άρχισα να σκάβω μια τρύπα για να χωθώ. Να ζεσταθώ στην αγκαλιά της μάνας γης που με περιτριγύριζε. Όταν εν τέλει τα κατάφερα, σύρθηκα πλάϊ στην τρύπα μου και γύρισα ανάσκελα. Τότε είδα για πρώτη φορά το μεγαλείο του ουρανού με τ’ αστέρια. Μια απίστευτη αίσθηση πλημμύρισε το είναι μου. Ήμουν ζωντανός. Είχα γεννηθεί άνθρωπος.
Συνεχίζεται…