Συνέχεια απο:Η Φωτιά της Ανυπομονησίας

Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα μπορεί κανείς να ξεχάσει μια προηγούμενη κατάσταση, όταν δε βρίσκεται πια μέσα σ’ αυτή. Ενώ είχα καταφέρει να επιβιώσω για μια ολόκληρη ζωή μέσα στο σκοτάδι του πηγαδιού· ενώ είχα καταφέρει ν’ αντέξω την ακινησία μέσα στο νερό, γεμάτος ελπίδες για ένα ανύπαρκτο μέλλον, τώρα που επιτέλους ήμουν έξω, είχα αρχίσει σιγά-σιγά να δυσανασχετώ. Δεν το ήξερα τότε, αλλά αυτό που με είχε βγάλει από την προηγούμενή μου γαλήνια κατάσταση, ήταν οι ανάγκες που είχαν αρχίσει να προβάλλουν σαν φράχτες που με χώριζαν απ’ τη ζωή. Δεν είχα ιδέα ότι αυτό που με βασάνιζε πιό πολύ, ήταν πρωτ’ απ’ όλα η πείνα και η δίψα, που μόλις είχαν αρχίσει να φανερώνονται και με πίεζαν να ξεχάσω την γεννεσιουργό μου αιτία, τη χαρά. Με πίεζαν να στραφώ αναγκαστικά προς την ικανοποίηση των αναγκών μου. Νερό ήξερα που έβρισκα. Ευτυχώς. Τροφή όμως; Πως θα μπορούσα να τραφώ όταν το μόνο που ακόμη μπορούσα να καταφέρω δεν ήταν παρά μονάχα να σέρνομαι σαν σαύρα προς το πηγάδι για να πιώ. Χρειαζόμουν κάποιον να με φροντίσει. Δεν υπήρχε κανείς.

Τα μάτια της δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Δε μπορείτε να φανταστείτε την ευτυχία που ένοιωσα όταν ξύπνησα και την είδα να με κοιτάει σκυμένη από πάνω μου, γεμάτη στοργή. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκρυζα θεά. Η χαρά μου ήταν τόση που όλο το πρόσωπό μου συσπάστηκε σ’ ένα χαμόγελο. Επιτέλους, είχα σωθεί. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα το κλειδί της ευτυχίας να ανοίγει την καρδιά μου και να τοποθετεί μέσα της, ότι πιο πολύτιμο θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί. Την αγάπη. Τη γιόρτασα με μια άναρθρη κραυγή.