Συνέχεια απο: Το κλειδί της ευτυχίας

Οφείλω να ομολογήσω ότι ο ερχομός της είχε πραγματικά αλλάξει τη ζωή μου. Ποτέ πριν δε μπορούσα να φανταστώ τι σημαίνει ζεστασιά. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιο πλάσμα. Τόση καλοσύνη. Ήμουν τόσο τυχερός, όσο κι ανήμπορος. Ο μόνος τρόπος που μπορούσα να επικοινωνήσω την ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη που ένοιωθα, ήταν το βλέμμα. Το μόνο που μπορούσε να κινηθεί ελεύθερο τριγύρω. Το μόνο που μπορούσε να συλλέγει αδιάκοπα στοιχεία από τον κόσμο στον οποίο είχα βρεθεί. Όμως μέσα μου ήξερα ακριβώς τι είχε συμβεί. Μόνο εγώ ήξερα πως είχα αναγεννηθεί από το νερό της πηγής. Έκρυβα μέσα μου την απόλυτη γνώση του λόγου για τον οποίο είχα ανέβει στο φως της επιφάνειας.

Η αλήθεια είναι ότι μέσα στην ασφάλεια και τη ζεστασιά της, επιτέλους ανακάλυψα τον ύπνο. Ύπνο βαθύ. Ανέμελο. Γεμάτο όνειρα. Ύπνο γεμάτο δύναμη, που την ένοιωθα να με γεμίζει διαρκώς και να μου να μου χαρίζει όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση. Όλο και περισσότερη χαρά ότι μπορώ να τα καταφέρω. Δε μπορούσα ποτέ ν’ αρνηθώ την αγκαλιά της. Δε μπορούσα να χορτάσω το νέκταρ της. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι μαζί της μάθαινα να μιλώ την καρδιά μου με τα μάτια μου. Θαρρώ πλημμύριζα με νόημα τον κόσμο, χωρίς εκείνος καν να το φαντάζεται.

Όταν σύντομα ανακάλυψα ότι στην έλλειψή της γινόμουν σχεδόν ανήμπορος, άρχισα να υποφέρω. Ήμουν αναγκασμένος να γευτώ όλες τις συνθήκες, όπως και να ήταν αυτές. Εκείνες τις στιγμές, θαρρείς πως δεν απέμενε τίποτα απ’ την εγνωμοσύνη του θεού που είχε αναδυθεί από την άβυσσο. Το μόνο που απέμενε ήταν ο απέραντος θυμός ενός θνητού που ούρλιαζει για συντροφιά, διώχνοντας μακριά, δίχως να το αντιλαμβάνεται, όλα όσα θα ήθελε να έχει.Όταν όμως ξαφνικά εκείνη εμφανίζονταν από το πουθενά, γινόμουν και πάλι το ίδιο θεός όπως και πριν. Ήμουν αναγκασμένος να περιμένω λοιπόν, δίχως να πάψω ούτε στιγμή να εξασκούμαι. Έπρεπε να μάθω να προετοιμάζομαι ν’ αρνούμαι.