Συνέχεια απο:Η Γνώση της υπομονής
Καθώς θυμήθηκα ότι η μοναξιά δεν είναι κάτι επίκτητο, αλλά κάτι απόλυτα φυσικό, άρχισα να ησυχάζω. Βέβαια επρόκειτο για μια ησυχία διακεκομμένη, μιας και μόνο στην παρουσία εκείνης μπορούσα να ηρεμώ πραγματικά. Μονάχα μαζί της αισθανόμουν πραγματικά προστατευμένος. Δε μπορούσα να καταλάβω που εξαφανίζονταν κάθε που μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Όσο πιο βαθιά βυθιζόμουνα μέσα του, τόσο λιγότερο με ενοχλούσε που ήμουν μόνος. Αν όμως άνοιγα τα μάτια μου κι έβλεπα ότι δε με περίμενε κανείς, άρχιζα και πάλι ν’ ανησυχώ. Όταν βέβαια αντιλήφθηκα ότι τη μοναξιά και τη συντροφιά τις χωρίζει μια πόρτα, αφέθηκα στη δύναμη του νόμου της ατέρμονης ροής του χρόνου. Ό,τι αρχίζει, τελειώνει, για να αρχίσουν όλα και πάλι απ’ την αρχή.
Τριγύρω φύση. Ένοιωθα τη δύναμη να χύνεται μέσα μου μέρα με την ημέρα. Τώρα μπορούσα να κινούμαι με πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια, αλλά ακόμη δε μπορούσα να ορίσω τον εαυτό μου. Μονάχα η ψυχή μου ήξερε πόσο ήθελε να λευτερωθεί. Θυμήθηκα τον καιρό του σκοταδιού και της προσμονής. Οι συνθήκες που επικρατούσαν έξω, στο φώς, ήταν εντελώς διαφορετικές κι εγώ άρχιζα σιγά-σιγά να κινούμαι πιο συντονισμένα για να ανακαλύψω τον τρόπο να μοιραστώ το μυστικό που κουβαλούσα. Το δρόμο για την ελευθερία. Ήταν οδυνηρό να γνωρίζω ότι βρισκόμουν ένα ακριβώς βήμα απο αυτή και δε μπορούσα να την αγγίξω. Ήμουν φριχτά εξαρτημένος κι αυτή η εξάρτηση έστεκε μπροστά μου σαν αξεπέραστο εμπόδιο. Από την άλλη, ήξερα ότι αν δεν ήταν εκείνη να με προστατεύει, δεν θα είχα καν καταφέρει να επιζήσω. Ήμουν ευγνώμων λοιπόν κι αυτό μου έδινε επιπλέον ζωή, αφαιρώντας μου όμως ταυτόχρονα και κάθε ευθύνη. Η αλήθεια είναι όμως ότι μέσα μου αδημονούσα. Ήθελα ν’ αρθρώσω το λόγο που με κυβερνούσε. Να βαδίσω σαν άνθρωπος. Δεν ήξερα ακόμη πόσο εύκολα ο άνθρωπος ξεχνιέται και ξεχνά.