Συνέχεια απο: Η ομορφιά της φυλακής
Τελικά, δεν είχα ιδέα για τον κόσμο ετούτο. Δεν ήξερα ότι είχα βρεθεί σ’ έναν κόσμο που αφενός δε μου ανήκε, από την άλλη, δίχως εμένα δε θα υπήρχε. Δε μπορούσα παρά να στέκω στο ενδιάμεσο, προσπαθώντας ν’ αποκτήσω την αξία που μου ανήκε, αφιερωμένος διαρκώς στην οργανωμένη κίνηση των μυών, που μπορούσαν να μου προσφέρουν την απαραίτητη κίνηση. Όλα ήταν θέμα ελέγχου. Το βλέμμα πλέον μπορουσε να με σύρει όπου επιθυμούσε η ανεξάντλητή μου περιέργεια. Όσο συσσώρευα στοιχεία, τόσο ξεχνούσα. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία τελικά. Η ουσία αυτού που μετέφερα ήταν βαθιά χαραγμένη μέσα στο είναι μου· καλά φυλαγμένη απ’ τη μανία των αλλαγών, παράμενε ανέπαφη από την παροδικότητα του χρόνου, κρυμένη ακόμα κι από μένα τον ίδιο. Για να την τιμήσω όμως, θα έπρεπε να την ανακαλύψω και πάλι, ή μάλλον, να της δώσω την ευκαιρία ν’ αναδυθεί.
Τις νύχτες κοιτούσα τ’ αστέρια και καταλάβαινα πόσο ήμουν πράγματι τυχερός που μπορούσα να περιπλανηθώ μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Πόσο ήμουν αλήθεια μηδαμινός, μπροστά σ’ αυτό που υπήρχε! Αν βέβαια υπήρχε πραγματικά. Όπως και να ‘χει, ο χρόνος είναι πάντα σύμμαχος της υπομονής. Όποιος την κατέχει, γνωρίζει να δρά την κατάλληλη στιγμή. Μια στιγμή που μπορεί και ποτέ να μην έρθει. Όμως, όπως και να ‘χε, ήμουν απόλυτα αποφασισμένος να μην περιμένω ήσυχα τη μοίρα μου. Θα έκανα τα πάντα για να εκπληρώσω την αιτία που με είχε οδηγήσει ως εδώ. Θα έκανα τα πάντα για να φύγω άδειος από εδώ. Απλά το είχα ήδη ξεχασει…