Συνέχεια απο:Το τίμημα της ασφάλειας
Μέχρι ν’ αντιληφθώ ότι αυτό που θεωρούσα ελευθερία δεν ήταν παρά μονάχα η κλειδαριά της φυλακής μου, είχα χάσει πολύτιμο χρόνο, αλλά ευτυχώς δεν είχα χάσει ακόμη το παιχνίδι. Ήμουν σταθερά εκεί, τυλιγμένος με μια ψευδαίσθηση ευτυχίας, προσπαθώντας να μη χάσω την εύνοια της αγκαλιάς που είχα αποκτήσει, ενώ η αλήθεια που με είχε πετάξει στο δρόμο, είχε αδιαμφισβήτητα το λόγο του οποίου ήμουν απλά μέρος. Είχα κορεστεί. Η μόνη διέξοδος που μου είχε απομείνει ήταν η άρνηση. Μια άρνηση τρομακτική, την οποία, υποσυνείδητα, γνώριζα ότι δε μπορούσα ν’ αποφύγω κι όμως, έκανα τα πάντα για να την αγνοήσω. Όταν όμως ο κίνδυνος φανερώθηκε, κατάλαβα ότι δεν είχα πια άλλο χρόνο χάσιμο. Έπρεπε να δράσω.
Η ανεκπεραίωτη μοναξιά μου. Αυτή με τρομοκρατούσε. Αυτό που ήμουν υποχρεωμένος ν’ αποδεχτώ, για να μπορέσω ουσιαστικά να λευτερωθώ. Έτσι όπως ακριβώς είχα προβάλλει από τον πάτο του πηγαδιού, γυμνός, έτσι ακριβώς ήμουνα μέσα μου. Αγνός απέναντι σε κάθε αρετή και σε κάθε κακία. Γιατί δε θα μπορούσε να είμαι μόνο καλός για χάρη της ασφάλειας που προτιμούσα. Θάβοντας την ελευθερία μου στο μέλλον, ήταν σα να έσκαβα τον ίδιο μου το λάκκο. Λες κι είχα βαλθεί να επιστρέψω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα σα να μην έγινε τίποτα. Ορκισμένος στο φόβο να μη σηκώσω ποτέ το κεφάλι ψηλά, να μη κάνω ποτέ κάτι εναντίον του, έλιωνα μέσα μου αργά και σταθερά, σαν πτώμα. Σαν αρνητής της ουσίας της ηθικής, που δεν ήταν απλά κρυμένη τριγύρω, αλλά ήταν χαραγμένη βαθιά μέσα μου και με κυβερνούσε.
Θυμήθηκα τη στιγμή που είχε αναβλύσει το νερό, καθώς έσκαβα στον πάτο του πηγαδιού ποιός ξέρει για πόσους αιώνες ή για πόσα δευτερόλεπτα, μιας κι η ζωή δε γνωρίζει τι σημαίνει χρόνος. Τότε ακριβώς που είχα επιτέλους νοιώσει την πίεση του τέλους της αβύσσου στ’ ακροδάχτυλα, αφήνοντας το νερό να με ανεβάσει εδώ όπου ανήκα. Γιατί το ήξερα ότι η ζωή που μου ανήκε, ήταν στο φως. Στον ήλιο που με ανάσταινε και τον αέρα που μου έδινε τροφή για ν’ ανασαίνω και όχι στο υγρό κι απόκοσμο στοιχείο του σκοταδιού που σε παγώνει. Αισθάνθηκα έτοιμος. Μπορούσα πλέον να κινούμαι και να μιλώ. Το μόνο που δεν ήξερα αν θα το μπορούσα ή όχι, ήτανε, ν’ αρνηθώ την αγκαλιά της.
Έκανα απλά ότι δεν καταλάβαινα. Ότι δεν πονούσα. Παρ’ όλ’ αυτά πονούσα διπλά. Μια με το δικό μου και μια με τον δικό της πόνο. Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Η καρδιά μου όμως, όσο κι αν το ήθελα ή όχι, είχε μείνει για πάντα εκεί. Στον κόρφο της.