Συνέχεια απο: Η έλευση της εικόνας
Φυσικά την απόφαση μου να αρνηθώ την θαλπωρή της αγκαλιάς που κατείχα, την ακολούθησε το σοκ της πραγματικότητας που κινούσε ακόμα κι αυτή την αγκαλιά που θεωρούσα ότι μου ανήκε.
Μέχρι να καταφέρω να διαχωρίζω τη διαφορετική οσμή της αίσθησης και της ψευδαίσθησης, αναγκάστηκα να ενδώσω στα τερτίπια του εγώ μου αμέτρητες φορές. Βλέπετε, άλλο είναι αυτό που συμβαίνει πραγματικά κι άλλο αυτό που επιβάλλεται. Ο κόσμος, έχει δημιουργηθεί για να εκπληρωθεί κι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα απειροελάχιστο τμήμα του, καθοριστικό όμως για την πορεία ολόκληρου του κόσμου. Γιατί αυτό είχα διαπιστώσει. Ήμουν άνθρωπος. Αυτή ήταν η τύχη που είχα συναντήσει, αλλά δεν είχα καν διανοηθεί ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι τύχη. Ήμουν άνθρωπος και γύρω υπήρχαν πολλοί. Που να το φανταστώ ότι για να αισθανθώ την ομοιότητα μου με τους γύρω και τα γύρω, χρειάζονταν να κάνω ο ίδιος μιαν επανάσταση. Ν’ αγαπήσω το λόγο που μ’ έφερνε εδώ. Γιατί το ότι υπήρχα και είχα αξία, ήταν ένα γεγονός στο οποίο ήμουν υποχρεωμένος να συμμετέχω εντελώς προσωπικά. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που έπρεπε να λύσω μόνος, τόσο εγώ, όσο και όλοι οι υπόλοιποι. Μιας κι είχα σώμα, μιας κι αισθανόμουν στο πετσί μου τη διάδραση, δε θα μπορούσα να μην υπάρχω. Σήμερα βέβαια, θα έλεγα ότι τότε υπέφερα απλά επειδή δεν ήμουν ακόμη έτοιμος ν’ αποδεχτώ την ανυπαρξία σαν ουσιαστική κατάσταση. Λογικά φαντάζει απίθανο το να μην υπάρχει κανείς, ειδικά όταν έχει σώμα που μπορεί να υποφέρει και να πονά μέσα κι έξω, αλλά η αλήθεια είναι πως όταν αυτή η ανυπαρξία γίνεται πράγματι αισθητή, τότε τόσο η ψυχή , όσο και το σώμα, αδιαφορούν για κάθε τι εξωτερικό. Μα κάτι τέτοιο αδυνατούν να το κάνουν τα λόγια κατανοητό. Η κοινή λογική δεν είχε ποτέ, καμία απολύτως σχέση με τέτοιου είδους εικασίες.
Από κάθε ψευδαίσθηση που καταφέρνει να κυριαρχήσει, πριν σκάσει σαν φούσκα και χαθεί, γεννιέται κι ένα στερεότυπο. Μια κυρίαρχη εικόνα που δρα καθοριστικά, τόσο για την κοινή αντίληψη και συνεπώς, γνώμη, όσο και για το ίδιο το άτομο που συμμετέχει στα κοινά. Ο έρωτας σπαρμένος παντού, εμπνευσμένος επιτηδευμένα από τις ταινίες του Χόλυγουντ και τα τραγούδια· από έννοιες κατασκευασμένες να κατασκευάσουν στερεότυπα τόσο ισχυρά, τα οποία στο τέλος ν’ αποκτήσουν τη δύναμη να μεταμορφωθούν σε θρησκεία. Κι εγώ, έπρεπε υποχρεωτικά να έχω μια θέση μέσα σε όλα αυτά, ενώ είχα απομακρυνθεί πλέον τόσο από την πηγή μου. Ενώ είχα ολότελα ξεχάσει τι σήμαινε το καθαρό νερό. Είχα ξεχάσει απόλυτα τη θεϊκή μου προέλευση. Δε μπορούσα καθόλου να φανταστώ ότι αυτό που γύρευα απογνωσμένα, ήταν αυτό ακριβώς που κουβαλούσα μέσα μου από την αρχή. Μα για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει την αναγκαιότητα της δημιουργίας, είναι απαραίτητο να μάθει πρώτα ν’ αποδέχεται ευθύνες. Εγώ αγνώμων μέσα σε όλα, όπως το στερεότυπο είχε εξ’ αρχής καθορίσει, αγωνιζόμουν διαρκώς να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Να νιώσω άξιος να απολαύσω τη ζωή και τον έρωτα. Γιατί χωρίς αυτά τα δυο, θαρρώ, δε θα υπήρχε εικόνα. Το σώμα αναζητούσε την απόλυτη επιβεβαίωση για τη συνέχεια της ύπαρξης του. Πως είναι δυνατόν να μην είναι ρυθμισμένο ν’ αποζητά συντροφιά; Ένα άγγιγμα. Ένα βλέμμα. Μια μυρωδιά. Η ψυχή δεν αφήνει χαραμάδα που να μη τρυπώσει. Ψάχνει το φως που φωτίζει τα πάντα. Το μόνο που μπορεί να εξανεμίσει κάθε ψευδαίσθηση. Δίχως αυτό δε μπορεί κανείς να δει τίποτα.