Συνέχεια απο: Το ανεστίαστο των εντυπώσεων
Η Χαρά. Μια χαρά ανεξιχνίαστη που πλημμύριζε το είναι μου κάθε φορά που άγγιζα την ευτυχία και δεν το ‘σκαγε μετά, αλλά παρέμενε σταθερή, γενεσιουργός αιτία κάθε μου κίνησης που είχε σαν αρχή της να κοπάσει τη δίψα μου. Δεν ήξερα καθόλου, ότι ο τρόπος για να ξεδιψάσω, ήταν ένας και μοναδικός. Να πίνω αποκλειστικά, από το νερό της πηγής μου. Αυτή η πηγή ήτανε πλέον τόσο μακριά, τόσο βαθιά μέσα μου ξεχασμένη, που δεν φανταζόμουν καν ότι υπήρχε. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να ησυχάσω μέσα στις έρευνες και τις γνώμες αλλονών, έλα όμως που γελιόμουνα. Δεν είχα ιδέα ότι όλα αυτά βρίσκονταν μέσα μου κι όσο κι αν άκουγα τους μεγάλους δασκάλους να το διατυμπανίζουν αυτό, τελικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι σήμαινε. Τα λόγια κάποιων από αυτούς φάνταζαν ωστόσο τόσο κοντινά. Τόσο δικά. Θαρρείς και είχαν ειπωθεί απ’ το δικό μου στόμα. Θαρρείς και ο συντονισμός με εκείνη την αιθέρια σκέψη τους, ήταν απόλυτα φυσικός. Κι όλοι τους τελικά, μα όλοι, έλεγαν το ίδιο. Μιλούσαν για μια ουσιαστική πραγματικότητα την οποία, εκ των πραγμάτων, φέρει κάποιος μέσα του. Γιατί δε μπορούσα να μη διαπιστώσω ότι η διαφορετικότητα ήταν αυτή που έκανε τη διαφορά και όχι η ομοιότητα. Δεν ήταν όλοι τριγύρω ίδιοι, όσο κι αν όλοι είχαν τις ίδιες ακριβώς ζωτικές ανάγκες. ΄Ομως ακόμα και τα λόγια που αγγίζουν κάποιον, μπορεί να είναι φράχτης. Τα λόγια όσο κι αν αποτελούν το έναυσμα, τα πρώτα βήματα, αν δεν ολοκληρωθούν σε πράξεις που αποδυκνείουν την ορθότητά τους, δεν οδηγούν πουθενά, παρά μονάχα σε άλλα λόγια. Οδηγούν το νου σ’ ένα φαύλο κύκλο ανεπεξέργαστων ιδεών, που σαν Ερυνίες σου βγάζουν τα μάτια. Αμφιβολίες. Το μόνο για το οποίο μπορούν να εγγυηθούν είναι η κάψα της ερήμου στην οποία οδηγούν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήμουν άνθρωπος, δίχως να διανοούμαι ότι αυτή η άρνηση δεν ήταν παραπάνω, έξω από την απεγνωσμένη προσπάθεια του εγώ μου να καλυφθεί πίσω από άλλου είδους μεγαλεία. Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φανερώσει κάποιος τις δυνατότητες του, παρά να υπερβεί τον εαυτό του, αν και κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατον, μιας και αυτό που ονομάζουμε εαυτό, κλείνει μέσα του ολάκερο το σύμπαν. Ένα οργανωμένο σύνολο στοιχείων, τα οποία προσπαθούν διαρκώς να ισορροπήσουν, για να μπορέσουν να γευτούν την αρμονία που προϋπάρχει. Όλα τα στοιχεία. Όλες οι αλλαγές, έδιναν διαρκώς σήματα, για κάτι που ήταν απαραίτητο να γίνει. Μια αλλαγή. Μια αλλαγή τόσο αναγκαία, όσο κι η ανάσα. Πως είναι δυνατόν να μάθει κανείς ν’ ανασαίνει τις αλλαγές; Πως είναι δυνατόν ν’ αποδέχεται το τέλος;