Συνέχεια απο: Η ανεπάρκεια των λέξεων
Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα για το τι ήταν αυτό που κυβερνούσε ετούτο τον τόπο, όπου μπορούσα να ελιχθώ σχεδόν κατά βούληση, ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα, μέχρι να καταλάβω ότι ακόμη κι αυτή η λαχτάρα μου για ελευθερία ήταν τελικά υποκινούμενη. Κατάλαβα ότι για να μπορέσω να υπάρξω θα έπρεπε να μάθω να ανέχομαι τα πάντα. Δεν υπήρξε ποτέ λόγος ν’ αναρωτηθώ αν με αυτή μου την ανοχή απλά και μόνο, γινόμουν και ο ίδιος υπαίτιος για τη διαιώνιση των εγκλημάτων που συνέβαιναν ασταμάτητα τριγύρω. Η περιορισμένη μου αντίληψη ότι δεν έχω σχέση με ότι δεν επιθυμώ, έδινε το καλύτερο άλλοθι στην ενοχή μου, να με καταστρέφει εσωτερικά κάθε στιγμή που περνούσε. Ο διαρκής πόλεμος της σκέψης που δεν ανακυκλώνεται αρμονικά, εξωτερικεύεται σε βία και δίχως καν να προλάβει κάποιος να αναρωτηθεί το πως, βρίσκεται βουτηγμένος στην κινούμενη άμμο της ασυνειδησίας που αργά και σταθερά τον καταπίνει. Θαρρείς και όλες οι αρνητικές σκέψεις όλων, συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές που πάσχουν από διαφόρων τύπων ελλείψεις κι αν τυχαίνει να βρίσκεσαι εκεί, αντιλαμβάνεσαι άμεσα τι σημαίνει να βρίσκεσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, αλλιώς νίπτεις τας χείρας σου, θεωρώντας ότι δεν είσαι υπαίτιος εσύ για το κακό και πως αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού για να εξαφανιστεί ο χαλασμός. Ο πόλεμος, στην έναρξη του οποίου έχεις συμμετέχει δίχως να το διανοείσαι, ούτε και να το παραδέχεσαι, αγκαλιάζει το σύμπαν σα φωτιά ξεκαθαρίζοντας το γεγονός ότι η ζωή είναι τόσο πολύτιμη, όσο κι ένα κομμάτι ψωμί, ή και ακόμη λιγότερο. Όσο και η ανάσα ενός κουνουπιού.
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να φουντώσει ο πόλεμος. Το είχα βιώσει πλέον αυτό αμέτρητες φορές, κάθε φορά που έμπαινε μπροστά από την αλήθεια, το συμφέρον. Κάθε που αισθάνεται κανείς το θύμο αδένα του να φουσκώνει έτοιμος να εκραγεί· κάθε φορά που οι αρνητικές σκέψεις κατακτούν το είναι δίχως να συναντούν αντιδράσεις, αρχίζει ο πόλεμος. Κι όσο περισσότερο επαναπαύεται κανείς στη θεατρική παράσταση μιας κίβδηλης ειρήνης που φαίνεται να κυριαρχεί εξωτερικά, ενώ μέσα σιγοβράζει η ανησυχία, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η ένταση του πολέμου. Πως είναι δυνατόν να ορθοποδήσει κανείς, όταν βρίσκεται διαρκώς κάτω από τη σκιά των εμπόλεμων συνθηκών που επιβάλλει η συνθήκη που έχει υπογράψει με το κέρδος; Γιατί, κακά τα ψέμματα, κανείς τριγύρω δεν έδειχνε να έχει τη διάθεση να κινηθεί, δίχως ν’ αποκομίσει κάποιο κέρδος. Κι εγώ, φυσικά, δε μπορούσα να μη συμμετέχω σε όλο αυτό. Δεν είχα τη δυνατότητα να διαχωρίσω τη θέση μου από την κοινωνία που με περιέβαλλε και σταδιακά ρουφούσε κάθε μου αντίδραση, μέχρι να συνηθίσω τέλος να πάψω ν’ αντιδρώ, υποκύπτοντας στο κύρος της ματαιότητας που είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται στο νου μου με την ταχύτητα της αστραπής. Προτιμούσα ν’ αφεθώ οικειοθελώς να με κατασπαράξουν τα δόντια μιας σαρκοβόρας, ανέντιμης σιωπής, παρά να εναντιωθώ στις συνθήκες που καταπατούσαν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια και έχριζαν ηλίθιο τόσο εμένα, όσο και όλους τους άλλους, που με τη συμπεριφορά μας επιβεβαιώναμε την ορθότητα του σφάλματος που κυβερνάει την ανθρωπότητα. Σε κάθε περίπτωση, έχασα πολύτιμο χρόνο πιστεύοντας ότι δεν είμαι υπαίτιος για τη μιζέρια στην οποία είχα φωλιάσει, θεωρώντας τον εαυτό μου ήσυχο και βολεμένο, ενώ σιγόβραζα διαρκώς στο καζάνι της μετριότητας. Κι αυτό το τελευταίο, το βόλεμα που θεωρούσα σωτήριο, δεν ήταν παρά το εισιτήριο για μια ζωή “εν τάφω”, την οποία υπόμενα θεληματικά, έχοντας διαρκώς την εντύπωση ότι ζούσα, ενώ ουσιαστικά πέθαινα τυραννικά, λιώνοντας στις αδυσώπητες φλόγες της κόλασης ενός πολέμου που ο ίδιος, εντελώς ασυνείδητα δημιουργούσα.