Συνέχεια απο: Η υπεροχή του αγνώστου

Σε κάθε περίπτωση, όλα, όσο και να φαίνονταν μπερδεμένα, τελικά δεν ήταν. Επρόκειτο απλά για ένα συνοθύλευμα διαφορετικών πραγμάτων που για να γίνουν αποδεκτά, χρειάζονταν να μπούν σε τάξη. Όλη αυτή την υπέροχη διαφορετικότητα, τότε βέβαια, την έβλεπα σαν μπέρδεμα κι όχι σαν φύση. Βλέπετε, όχι μόνο είχα απομακρυνθεί από την πηγή, αλλά ακόμη και η παραμικρή υποψία της ύπαρξης της μου ήταν εντελώς αδιανόητη. Η δίψα όμως πήγαζε από μέσα μου βαθιά κι όσο κι αν προσπαθούσα ν’ αντισταθώ, τόσο περισσότερο αυτή με κυβερνούσε. Συχνά με βασάνιζε. Είχα, ο δόλιος, ξεχάσει ολότελα την εποχή που πάσχιζα να κρατηθώ ζωντανός ως ότου να βγω από την άβυσσο. Είχα ξεχάσει εντελώς ότι ο λόγος για τον οποίο το έκανα αυτό, ήταν η βαθιά γνώση της ύπαρξης. Από εκεί είχα ξεκινήσει. Από την πηγή. Από εκεί όπου όλα είναι ένα. Εκεί όπου σκέψη κι ανάσα συγχωνεύονται καθώς χορεύουν στην τεράστια σκηνή του θεϊκού θεάτρου που διαδραματίζεται γύρω. Και μέσα. Εσύ, θεατής. Να ξέρεις ότι όλα σου ανήκουν γιατί δεν υπάρχει καμία ουσιαστική μεταξύ σας διαφορά. Είναι εκεί, όπως κι εσύ και είσαστε ένα. Όλα τα διαφορετικά γίνονται ένα στ’ αμέτρητα βάθη της συνείδησης.

Ποτέ δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου ότι η γη της επαγγελίας, απ’ όπου όλοι εξοριστήκαν και εκεί ποθούν προφανώς να επιστρέψουν, έμοιαζε με αυτόν τον παραδείσιο τόπο όπου ουσιαστικά βρισκόμουνα διαρκώς, αλλά που να το δω; Κοιτούσα αλλού. Σκεφτόμουν άλλα. Από τη στιγμή που εγκατέλειψα την αγκαλιά της, είχα αρχίσει σταδιακά να αποκτώ σκέψεις. Κι όσο περισσότερες σκέψεις αποκτούσα, τόσο περισσότερα επιθυμούσα. Κι όταν αποκτούσα αυτά που επιθυμούσα χαιρόμουνα. Όταν δεν τα κατάφερνα δυστυχούσα, αλλά φρόντιζα να ξεχνάω την ανημποριά μου αυτή και να εστιάζω την προσοχή μου αλλού. Στην εκπλήρωση άλλης επιθυμίας. Τελικά όμως αποδείχτηκε ότι ποτέ δεν απόκτησα αυτό που πραγματικά χρειαζόμουνα. Το μόνο που τελικά μου απέμεινε, ήταν να μάθω, στο τέλος, ν’ αποδέχομαι τη μοίρα μου. Η μοίρα μου ήταν να ψάχνω.

Μέχρι να καταφέρω να βρω τον τρόπο να ψάξω μέσα μου, είχα φροντίσει να χαθώ απολύτως. Είχα χάσει κάθε αίσθηση για την ύπαρξη της πηγής. Αγνοούσα, μάλιστα, την ύπαρξη της παντελώς. Μόνο τις νύχτες, βυθισμένος μέσα σε όνειρο βαθύ, από εκείνα που δε θυμάται κανείς, επέστρεφα κρυφά, ξεδιψούσα και πλενόμουνα απ’ τις έγνοιες. Μοιραζόμουν με το άγιο νερό όλα όσα συσσωρεύονταν μέσα μου σαν βουνό κι επέστρεφα φρέσκος. Ξυπνούσα καθαρός. Αυτό όμως δεν συνέβαινε πάντα. Ακόμη και γι’ αυτή την τόσο απλή επαφή, δε γνώριζα το δρόμο. Απλά ευχόμουν να συμβεί ξανά, υπομένοντας την έλλειψη, βυθισμένος στην άγνοια.