Συνέχεια απο:Το βάρος των διαπιστώσεων
Μέχρι να βεβαιωθώ ποια ήταν η διαφορά του ύπνου από το λήθαργο, είχα σχεδόν σαπίσει από την ακινησία. Μια ακινησία που έχει την ιδιότητα να σε ρουφά σαν τεράστια δίνη. Μέσα της δεν υπάρχει καμία διαφορά αν κοιμάται κανείς ή αν είναι ξύπνιος. Είναι διαρκώς εξαρτημένος, δίχως καν να το αντιλαμβάνεται. Πως θα μπορούσε όμως κανείς να χαρεί τη διαφορετικότητα όταν εστιάζει στην ομοιότητα; Γιατί, εδώ όπου είχα βρεθεί, οι πιο πολλοί, αν όχι όλοι, επιζητούσαν τα όμοια. Αυτός ήταν ο τρόπος που διδάσκονταν κι έτσι μπορούσαν να διδάξουν. Σαν τις μαϊμούδες, που ίσως δε χρειάστηκε να διανοηθούν ποτέ ότι αυτά που μαθαίνουν, ουσιαστικά, γεννιούνται από την καρδιά της διαφορετικότητας. Από την άλλη πάλι, ακόμα και η διαφορετικότητα, από την ομοιότητα γεννιέται. Μέσα στο τεράστιο παζλ της ύπαρξης, μάλλον μόνο μέσω των ομοιοτήτων μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τις διαφορές και να συγκρίνει. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για τη φτωχή μου αντίληψη να λύσει το παζλ. Ένας τρόπος αδιανόητα πλούσιος σε ότι αφορούσε στις δυνατότητες εξέλιξής του.
Βέβαια, για να μπορέσει κανείς να συγκρίνει, είναι υποχρεωμένος πρώτα, να γνωρίζει να κρίνει. Όταν αρχίζει κάποιος να κρίνει, αυτό αυτόματα τον καθορίζει ανώτερο. Ποιος είναι όμως πράγματι άξιος εμπιστοσύνης, ώστε οι άλλοι να τον αποδέχονται; Για ποιό λόγο αλήθεια αλήθεια δεν σε αποδέχονται οι άλλοι; Τι είναι αυτό που υποκινεί τις συμπεριφορές να αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση; Τι είναι σεβασμός και τι είναι φόβος; Ακόμα ένας ωκεανός ερωτημάτων που περίμεναν αποκλειστικά τις δικές μου απαντήσεις κι ας μη τους έδινα καμία απολύτως σημασία. Αντίθετα, για να σωθώ, γύρευα παντού γύρω κάποιον, ή κάποιους, που θα μπορούσαν να μου δίνουν απαντήσεις, δίχως να χρειάζεται καν να θέτω ερωτήματα. Αργότερα, όταν αναρωτήθηκα πρώτη φορά ποιο ήταν το νόημα όλων αυτών των “ανερώτητων” απαντήσεων που είχα λάβει, άρχισα επιτέλους να καταλαβαίνω πως το κεφάλι μου έμοιαζε με σκουπιδότοπο· πως αν δεν υπάρχει η κατάλληλη τάξη, όσα και να ‘χει ακούσει κανείς δεν έχει καμία απολύτως ουσία. Ήταν δηλαδή, σα να έβλεπα τα χρώματα όσο κι ένας τυφλός, με τη μόνη διαφορά ότι ο τυφλός γνωρίζει ότι δεν βλέπει κι έτσι παραμένει ταπεινός. Εγώ, άλλο τι νόμιζα τότε, πάντως δεν ήμουν διόλου ταπεινός. Κάθε άλλο. Ήμουν τόσο φριχτά υπερόπτης, που δεν έδινα καθόλου σημασία στον εαυτό μου. Δεν τον άκουγα που διαρκώς με ικέτευε να τον σεβαστώ.