Συνέχεια απο: Η ανικανοποίητη δίψα
Το φως, τελικά δεν το βλέπει κανείς με τα μάτια. Μόνο με την καρδιά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγήσω τι ήταν αυτό που συνέβη και τα πόδια μου κόλλησαν στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα η καρδιά μου είχε αρχίσει να φτερουγίζει σαν λευκό περιστέρι τη στιγμή ακριβώς που ξεκινά για να μεταφέρει το μήνυμα της ειρήνης. Δε μπορούσα να καθορίσω τι θα μπορούσε να είναι αυτό που αισθανόμουν, ούτε τον λόγο για τον οποίο συνέβαινε αυτό. Μια μυστηριώδης έλξη, θαρρείς τυχαία, με έβαλε σε κίνηση. Σε λίγο, όταν τον αντίκρισα να στέκει αγέρωχος στο κέντρο του κόσμου χαμογελώντας με τα μάτια του στο σύμπαν, κατάλαβα, ή για να το πω καλύτερα, ένιωσα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
- Αυτό που αναζητάς βρίσκεται μέσα σου. Όπου κι αν πας, όσο κι αν ψάχνεις, δε θα το βρεις αλλού, έξω από εκεί. Είναι το δώρο με το οποίο ήρθες εδώ. Είναι η απόλυτη, η δική σου γνώση κι ο μόνος τρόπος να τη βρεις, είναι να κοιτάξεις μέσα σου.
Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα. Το φως, δεν το έβλεπα, το άκουγα να χύνεται στα τρίσβαθα της ψυχής μου σα νέκταρ και να με λευτερώνει απ’ όλες τις ενοχές που είχα δέσει στο λαιμό μου τόσο καιρό που πλανιόμουνα στον κόσμο ορφανός. Έμοιαζαν τόσο δικά μου όλα αυτά, που αισθάνθηκα ανεπανόρθωτα οικεία. Ουσιαστικά, εκείνες τις στιγμές, η σκέψη μου είχε συντονιστεί απόλυτα με την καρδιά και είχε πάψει να με βασανίζει. Το καπάκι του ερμητικά κλεισμένου δοχείου που περίμενε κενό τόσον καιρό, άνοιξε με μιας αυτόματα. Η ψυχή μου είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει χαρά.
- Μονάχα εκεί μπορεί να βρίσκεται η ειρήνη. Από εκεί μόνο μπορεί να ξεκινά. Από μέσα σου. Από το κέντρο του κόσμου. Αν καταφέρεις να την καλοσωρίσεις εκεί, αν καταφέρεις πράγματι να την βιώσεις σε διάρκεια την ειρήνη, θα το δεις. Ο κόσμος θα έχει σίγουρα αλλάξει έτσι όπως εύχεσαι.
Ο κόσμος είχε ήδη αλλάξει για μένα. Για κάποιο λόγο ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι επιτέλους συνάντησα τον καλό φίλο που λαχταρούσα. Βρήκα επιτέλους αυτόν που θα μπορούσε να γεννάει ερωτήματα ουσίας. Ερωτήματα που να έχει νόημα να τα απαντήσει κανείς. Γιατί είναι αλήθεια ότι δεν είχα μάθει ο ίδιος να ρωτώ τον εαυτό μου αυτά που εκείνος θα ήθελε πραγματικά να απαντήσει. Συνήθως τον δίκαζα ή εκείνος εμένα, για τις αδυναμίες και τις ατέλειες που και οι δυό μας τόσο καλά γνωρίζαμε. Πάγωσα όταν αντιλήφθηκα πόσο φοβόμουν τον εαυτό μου και πόσο συχνά. Ότι τον θεωρούσα ξέχωρα από μένα ήταν και η απόδειξη του μεγέθους του διχασμού. Τώρα όμως, είχα γεμίσει με φως. Βίωνα την απόλυτη συμφιλίωση σε απερίγραπτη ταχύτητα. Η εμπιστοσύνη είχε αρχίζει να ξεχειλίζει. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να εκφραστεί η ευγνωμοσύνη γι αυτή την αιθέρια συνένωση, ήταν τα ζεστά δάκρυα της χαράς, που ράντισαν την υφήλιο σαν αγιασμός. Η “τύχη” μου είχε επιτέλους χαμογελάσει.