Συνέχεια απο: Το τέλος της λογικής
Κι αυτό που νόμιζα λογική, είχε ήδη εξαφανιστεί, γιατί ο κόσμος είχε με μιας πλημμυρίσει από νόημα. Ένα νόημα καθαρό κι ακέραιο που απλώνονταν μακριά κι έσβηνε απαλά μέσα στην απεραντοσύνη· τόσο σαφές, που δεν χρειάζονταν καμία κατανόηση. Πρώτη φορά είχα βρεθεί τόσο κοντά στα όρια του απόλυτου. Εκείνος έστεκε εκεί, κοιτάζοντάς με ίσα στα μάτια, λες κι ήθελε να αντιληφθώ ότι μέσα τους καθρεφτίζονταν η δικιά μου λάμψη και συνέχισε.
-Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να ξεφύγει από εκείνη, αρκεί μονάχα να της δώσει την ευκαιρία να φανεί.
-Και πως γίνεται αυτό;
Ρώτησα με καθαρή απορία. Η απάντηση του δεν ήταν παραπάνω από ένα χαμόγελο και μια σπίθα που άναψε τη φωτιά της διαύγειας και είδα. Είδα ξαφνικά πόσο είχα απομακρυνθεί. Είδα την πηγή.
Ο τόπος ήταν λαμπερός και πλούσιος τόσο, όσο ακριβώς είχα ξεχάσει. Το νερό είχε θρέψει τα δέντρα και είχε δημιουργήσει τριγύρω του μιαν όαση, όπου θα μπορούσε κανείς να γευτεί την πρωταρχική όψη της ελευθερίας. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασα εκεί μέσα. Ξέρω μονάχα ότι δε θα ‘θελα να ανοίξω πια τα μάτια μου ποτέ. Η ευγενική του όμως σιωπή, θαρρώ με επανέφερε στον πραγματικό κόσμο. Τον μοναδικό που μπορούσα να θεωρήσω υπαρκτό. Ή μήπως ήταν η καρδιά του που γιόρταζε την αποδοχή μου αυτό που μ’ έκανε ν’ ανοίξω τα μάτια; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω ήταν ότι είχα θυμηθεί. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν αυτό που είχα δει, αλλά ήξερα με σιγουριά ότι ήταν τόσο δικό μου, που δε θα μπορούσα ποτέ πια να το ξεχάσω. Σίγουρα η απορία που διάβασε στο ολοκληρωτικά αθώο πρόσωπο μου τον έκανε να μη μπορέσει να συγκρατήσει το γέλιο του. Ένα γέλιο αυθόρμητο που το γεννούσε η καθαρή χαρά.
-Απλά, απάντησε. Με τον πιο εύκολο τρόπο. Κλείνεις τα μάτια κι είσαι εκεί όπου επιθυμείς.
-Τι θα συμβεί όμως όταν τ’ ανοίξω;
-Και πάλι θα είσαι εκεί όπου επιθυμείς. Απλά θα έχει έρθει η ώρα να εκπληρώσεις έμπρακτα την επιθυμία σου. Απάντησε χαμογελαστός και ξέσπασε πάλι σε γέλιο.
Δε μπορούσα να μην αρχίσω κι εγώ να γελώ. Βασικά, αυτό ήταν και το μόνο που απόμενε να κάνω. Εκεί που είχα την εντύπωση ότι όλα είχαν χαθεί, ξαφνικά, όλα είχαν αρχίσει και πάλι, αδιαμφισβήτητα, να λάμπουν. Η χαρά μου ήταν τόσο απέραντη που απέναντι της δε μπορούσε να εναντιωθεί καμία απολύτως σκέψη. Ξαφνικά, το νόημα της ελευθερίας είχε αρχίσει κι αυτό να λάμπει.