Συνέχεια απο:Η Σιωπή της Προσμονής
Η αλήθεια είναι ότι ήμουνα ήσυχος, ακριβώς επειδή δεν είχα τίποτε απολύτως να περιμένω. Μοναδική μου προσδοκία ήταν, πρωτ’ απ’ όλα να επιζήσω το νερό.Να μη βουλίαξω μέσα του και πνιγώ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αν δεν είχα επάνω μου κανένα βάρος. Τίποτε παραπάνω εκτός από τ’ απαραίτητα. Μόνο έτσι θα μπορούσα να επιπλεύσω. Καμία σκέψη, Μονάχα μια θέληση πιά.
Καθώς, ξάπλα, όπως μέρες τώρα, ρέμβαζα το γαλάζιο τέλος της τρύπας, που όλο και σίμωνε, αργά μα σταθερά, δε μπόρεσα να κρατηθώ να μη ξεσπάσω σε γέλια. Ήμουν ναυαγός μέσα σ’ ένα πηγάδι, που ο ίδιος είχα χτίσει, χωρίς να το ξέρει κανείς. Αυτός ήταν θαρρώ και ο βασικός λόγος της αισιοδοξίας μου. Ότι ήμουν απόλυτα μόνος. Δεν με περίμενε κανείς και δεν περίμενα κανένα να με βοηθήσει. Πως θα μπορούσα να είχα προσδοκίες αν δεν απελευθερωνόμουν πρώτα από την άγνοια; Τι ήταν όλη αυτή η κατάσταση που ζούσα; Πως θα μπορούσα ν’ αρνηθώ την υπαιτιότητά μου; Από την άλλη όμως, εκείνη η υπέροχη αίσθηση της επίτευξης του σκοπού, δε μπορούσε να μη με γεμίσει κουράγιο. Όσο κι αν υπέμενα αναγκαστικά το μαρτύριο, άλλο τόσο ήθελα να ζήσω, να το χαρώ τη ζωή μου, έξω. Δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός ν’ αναρωτηθώ: τι άραγε σημαίνει ελευθερία;
Ούτε μια στιγμή δεν είχε περάσει από το νου μου, τι θα μπορούσα να συναντήσω εκεί έξω. Μα δε μ’ ενδιέφερε. Για κάποιο λόγο, είχα μια βαθιά πίστη στο ότι όπως κι αν είναι εκεί έξω, σίγουρα θα είναι καλύτερα από εδώ μέσα, αλλά δεν είχα το χρόνο να κάνω τέτοια όνειρα εκείνες τις στιγμές. Τόσες μέρες είχα μουλιάσει. Ευτυχώς, το σωσίβιο που είχα φτιάξει αυτοσχέδια, δε με πρόδωσε ποτέ. Είχα βρεί τον τρόπο και κοιμόμουνα πάνω του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να κοιμηθώ μέσα στο νερό. Διαρκώς ξυπνούσα. Για την τροφή δε χρειάζεται να μιλήσω. Ευτυχώς που δεν την είχα ανάγκη. Κάτι βαθύ εσωτερικό με έτρεφε. Θαρρείς κι ήμουνα συνδεμένος σ’ εναν αόρατο ομφάλιο λώρο. Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Ήταν σαν να ζούσα ένα όνειρο.