Συνέχεια απο: Η αλήθεια της ψυχής
-Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια άλλη εποχή, σε άλλους τόπους ζούσε ένας βασιλιάς που ήταν καλός και ο λαός του τον αγαπούσε. Όμως πάντοτε αλλάζουν οι καιροί και όπως ακριβώς όταν τελειώνει η μέρα σκοτεινιάζει, έτσι έγινε και στην ιστορία αυτή. Μέσα στη νύχτα, καθώς όλοι κοιμόντουσαν ήσυχα, μπήκε κρυφά μες στο παλάτι ο εχθρός και μαζί με τους πιο αιμοβόρους του στρατιώτες, άρχισαν να σφάζουν τους πάντες. Το αίμα των στρατιωτών και των υπηρετών του καλού βασιλιά άρχισε να τρέχει σαν ποτάμι στους διαδρόμους του παλατιού. Η εντολή είχε δοθεί. Το πιο σημαντικό ήταν να μη μείνει κανένας απολύτως ζωντανός και προπάντων κανείς από την βασιλική οικογένεια. Τελευταίους έσφαξε ο σφετεριστής με τα ίδια του τα χέρια τη βασίλισσα και το βασιλιά και η εξουσία άλλαξε χέρια μέσα σε μια μόνο βραδιά. Οι μόνοι που κατάφεραν να ξεφύγουν μέσα από δρόμο μυστικό ήταν τρεις. Ο πρίγκηπας, μωρό στα γεννοφάσκια ακόμα, η παραμάνα του κι ο σοφός συμβουλάτορας του καλού βασιλιά που αργότερα δίδαξε τον πρίγκηπα όλα όσα χρειάζονταν να μάθει. Έτσι όταν εκείνος μεγάλωσε ήξερε πια ποιος είναι και τι θα ‘πρεπε να κάνει. Ο λαός ζούσε πια μέσα στο φόβο και τη δυστυχία. Ο σκοτεινός βασιλιάς δεν ενδιαφέρονταν παρά για τη δική του ευημερία. Ποτέ πριν η χώρα δεν είχε γνωρίσει τέτοια παρακμή. Οι άνθρωποι πέθαιναν στο δρόμο δίχως κανείς να ενδιαφέρεται για εκείνους. Οι στρατιώτες είχαν δικαίωμα να βασανίζουν και να σκοτώνουν όποιον ήθελαν. Κανένας δε μιλούσε κι όλοι υπόμεναν την κακή τους μοίρα, δίχως να βλέπουν τρόπο διαφυγής και δίχως να μπορούν να κάνουν κάτι. Μονάχα ο πρίγκηπας θα μπορούσε να δράσει. Πως όμως;
Δεν το περίμενα ότι θα ‘παιρνα για απάντηση παραμύθι στο ξέσπασμα μου. Κι όμως ήμουνα όλος αυτιά. Που το πήγαινε; Τι ήθελε να μου πει με όλα αυτά; Κρεμάστηκα απ’ τα χείλη του λοιπόν, σώπασα κάθε σκέψη στο μυαλό μου ν’ ακούσω προσεκτικά, να καταλάβω τι ήθελε να πει.
-Ο πρίγκηπας όμως είχε αρχίσει να εφαρμόζει το σχέδιο του, που το είχε καταστρώσει με μεγάλη σύνεση και γνώση. Ήξερε πως κανείς, μα κανείς δε γνώριζε την ύπαρξη του. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν στ’ αλήθεια. Έτσι σταδιακά κατάφερε να μπει μεσ’ στο παλάτι σαν υπηρέτης. Και στη θέση αυτή έμεινε καιρό, υπηρετώντας ευσυνείδητα τον σφετεριστή δολοφόνο, δίχως ν’ αποκαλύψει σε κανέναν την πραγματική του ταυτότητα. Όσο όμως και να φαινόταν ότι αδρανεί, εκείνος εργάζονταν με τρόπο μυστικό. Παρατηρούσε. Η καλωσύνη του τον έφερε κοντά στους πιο καλούς, αλλά και πάλι, ξέροντας πως άλλη ευκαιρία δεν θα υπήρχε, δεν εμπιστεύτηκε εύκολα κανέναν. Μια λάθος κίνηση κι όλα θα τέλειωναν για πάντα, τόσο γι αυτόν τον ίδιο, όσο και για ολόκληρο το λαό. Έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικός για να μπορέσει πραγματικά κάτι να καταφέρει…