Συνέχεια απο:Η ταυτοποίηση της Εισόδου
-Και πως; Με ποιο τρόπο;
Το γέλιο του σα να με ξύπνησε με μιας. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι με κορόϊδευε, αλλά όταν διαπίστωσα ότι το γέλιο του ήταν αληθινό, άρχισα να τον ακολουθώ κι όλο γελούσα. Σιγά σιγά άρχισα να νιώθω σαν η αγάπη να είχε ξυπνήσει μέσα μου με μιας και γλεντούσε με ένα γέλιο χαρμόσυνο την ίδια της την ανάσταση. Δεν την ενδιέφερε να ξέρει. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν απλά να είναι. Τότε όλα τα βάσανα χαθήκανε με μιας και γίναν γλέντι. Λίγες στιγμές αληθινές, που ήταν σαν αιώνες. Έτσι, με τα χείλη τεντωμένα απ’ τη χαρά, με τα μάτια λοξά σαν κινέζος, δίχως λέξη καμιά· δίχως νόημα και δίχως πια κάτι να θέλω, πήρα την πολυπόθητη γεύση της αλήθειας. Καθώς η πόρτα άνοιξε και χύθηκε μες στη βασανισμένη μου καρδιά τόση αγάπη, οι συνθήκες άρχισαν με μιας να μεταβάλλονται. Ποτέ, θαρρώ, δεν είχε ανοίξει η καρδιά μου πριν με τέτοιο τρόπο. Όσο κι αν το είχα προσπαθήσει, συνήθως, είχα προδωθεί. Τώρα με μιας, μες στην ψυχή μου χύνονταν νέκταρ που επουλώνει τις πληγές και δίχως κόπο φανερώνει την ουσία. Γελούσα μαζί του ώρα πολλή και μεταξύ μας δε χρειάστηκε να ειπωθεί ούτε μια λέξη. Κι όσο άνοιγε η καρδιά για να δεχτεί, τόσο ακριβώς άνοιγε και για να δώσει. Κι όταν κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος ο χρόνος της κάθαρσης, εκείνος σταμάτησε να γελά, ανάσανε βαθιά και είπε:
-Έτσι δα! Πλένοντας την ψυχή μας κάθε τόσο. Ξέρεις, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσει κανείς εκεί. Η καρδιά είναι ένα δοχείο. Δεν είναι φτιαγμένο για να μένει αδειανό. Όταν ανοίγει και γεμίζει, βγαίνει η ψυχή στο φως και τότε δεν υπάρχει πλέον λογική. Η αγάπη δε γνωρίζει να κρύβεται…