Συνέχεια απο: Το κλάμα της χαράς

Προσπάθησα κάτι να πω. Δεν έβγαιναν πια όμως οι λέξεις. Όσο κι αν προσπαθούσα, το μόνο που κατάφερνα ήταν να βγάλω άναρθρες κραυγές. Κάθε μου σκέψη βουτούσε σ’ έναν ωκεανό υπεροχής και η κατανόηση της μετατρέπονταν σε δάκρυα. Τα δάκρυα έφερναν λυγμούς. Δεν υπήρχε πλέον χώρος για λέξεις. Δεν υπήρχε πια εγωισμός. Αισθάνθηκα τυχερός που είχα επιτέλους έναν ώμο να κλάψω επάνω του. Εκείνος ανταπέδιδε την αγκαλιά, αφήνοντας με να ξεσπάσω την ψυχή μου όσο χρειάζονταν. Ακριβώς τόσο. Ούτε στιγμή παραπάνω. Μόλις ηρέμησα, κρατώντας με από τους ώμους μ’ έβαλε απέναντι του ακριβώς, με κοίταξε στα μάτια σαν αδέρφι και μου είπε γελαστά:

-Δεν είπαμε ότι δεν έχει λογική η αγάπη; Πως θέλεις να την κοπάσεις μέσα σε λέξεις λοιπόν; Θα προτιμούσες να μιλάς ή να κλαις γιατί δεν υπάρχουν λέξεις να εκφράσουν αυτό που νιώθεις;

Έκλεισα τα μάτια κι έστρεψα το πρόσωπο μου στον ουρανό. Άνοιξα διάπλατα τα ΄χέρια μου έχοντας διαρκώς την αίσθηση ότι αγκαλιάζω το σύμπαν. Η θολή μου μνήμη μ’ έβαλε να αναρωτηθώ για μια στιγμή τι νόημα είχε η προηγούμενη ζωή μου. Μια ζωή που τρεμόσβηνε σαν φλόγα ενός κεριού, λίγο πριν σβήσει. Τι νόημα είχε όλο αυτό που είχα ως τώρα ζήσει μπροστά στο αίσθημα που κατάκλυζε την καρδιά μου κι έκανε το στήθος μου να χορεύει από χαρά;

-Ποτέ μου δεν ξανάνοιωσα έτσι.

-Αποκλείεται.

Είπε εκείνος. Δε μπόρεσα να μην ανοίξω τα μάτια και να μη στρέψω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του. Ψέλλισα αθώα:

-Τι εννοείς;

-Δε μπορείς να αισθανθείς κάτι που δεν γνωρίζεις. Μπορείς να αισθανθείς μόνο όσα γνωρίζεις βαθιά μέσα σου. Για όλα τα υπόλοιπα χρειάζεται χρόνος.